ἰσήρης

From LSJ
Revision as of 20:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσήρης Medium diacritics: ἰσήρης Low diacritics: ισήρης Capitals: ΙΣΗΡΗΣ
Transliteration A: isḗrēs Transliteration B: isērēs Transliteration C: isiris Beta Code: i)sh/rhs

English (LSJ)

ες,= ἴσος, ἰ. ψῆφοι E.IT1472, cf. Nic.Th.643 [ῑς]: c. dat., ῥαιβοῖσιν ἰσήρεες [ῐς] ib.788.

German (Pape)

[Seite 1263] ες, gleichgefugt, gleich; ψῆφοι Eur. I. T. 1472; Nic. Th. 643.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
ajusté également ; égal, semblable à, τινι.
Étymologie: ἴσος, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσήρης: положенный в равном количестве, равный: ἰσήρεις ψῆφοι Eur. равное количество голосов (за и против).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσήρης: -ες, = ἴσος, ἰσ. ψῆφοι Εὐρ. Ι. Τ. 1472· ὁ Νίκανδρ. ἐδανείσθη τὸν τύπον τοῦτον ποιῶν ῑ ἐν Θηριακ. 643· ῐ αὐτόθι 788· ἰσ. τινὶ ὁ αὐτ. παρὰ Γαλην. 12. 383Α· (περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε κατήρης).

Greek Monolingual

ἰσήρης, -ες (Α)
ἴσος («νικᾱν ἰσήρεις ὅστις ἂν ψήφους λάβῃ» — να κερδίζει τη δίκη όποιος πάρει ίσους ψήφους, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρης (Ι)].

Greek Monotonic

ἰσήρης: -ες (*ἄρω), = ἴσος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἰσ-ήρης, ες [*ἄρω] = ἴσος, Eur.]