ὑπερωέω

From LSJ
Revision as of 22:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερωέω Medium diacritics: ὑπερωέω Low diacritics: υπερωέω Capitals: ΥΠΕΡΩΕΩ
Transliteration A: hyperōéō Transliteration B: hyperōeō Transliteration C: yperoeo Beta Code: u(perwe/w

English (LSJ)

start back, recoil, Il.8.122,314, 15.452.

German (Pape)

[Seite 1204] zurückgehen, weichen, Il. 8, 121. 314. 15, 452.

French (Bailly abrégé)

-ωῶ;
reculer, rétrograder.
Étymologie: ὑπό, ἐρωέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερωέω: отступать, пятиться: ὑπερώησαν οἱ ἵπποι Hom. кони отпрянули назад.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερωέω: ἀναπηδῶ ὀπίσω, ὀπισθοχωρῶ, ὑπερώησαν δὲ οἱ ἵπποι, «ὑπεχώρησαν» Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμ., Φώτ., Σουΐδ., «ὑπανεχώρησαν» Ἡσύχ., «ἀνεπόδισαν» (Εὐστ.), Ἰλ. Θ. 122, 314., Ο. 452.

English (Autenrieth)

only aor., ὑπερώησαν, started back. (Il.)

Greek Monolingual

Α
τραβιέμαι πίσω, αποσύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρωῶ, -έω «ρέω, αναβλύζω, υποχωρώ, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»].

Greek Monotonic

ὑπερωέω: μέλ. -ήσω, ξεκινώ για την επιστροφή, πηδώ προς τα πίσω, οπισθοχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to start back, recoil, Il.