πομφολύζω

From LSJ
Revision as of 20:00, 7 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομφολύζω Medium diacritics: πομφολύζω Low diacritics: πομφολύζω Capitals: ΠΟΜΦΟΛΥΖΩ
Transliteration A: pompholýzō Transliteration B: pompholyzō Transliteration C: pomfolyzo Beta Code: pomfolu/zw

English (LSJ)

or πομφολύσσω, bubble or boil up, πομφόλυζαν δάκρυα tears gushed forth, Pi.P.4.121.

German (Pape)

[Seite 679] mit Blasen aufquellen, hervorsprudeln, Pind. von Thränen, πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων, P. 4, 121.

French (Bailly abrégé)

s'échapper en bouillonnant comme des bulles.
Étymologie: πομφόλυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομφολύζω [πομφόλυξ] opborrelen.

Russian (Dvoretsky)

πομφολύζω: (о слезах) выступать, закипать: πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων Pind. слезы брызнули из глаз.

English (Slater)

πομφολύζω well up ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)

Greek Monolingual

ἡ πομφολύσσω Α
παφλάζω, βγάζω πομφόλυγες, αναβράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πομφολύζω / πομφολύσσω παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. πομφόλυξ, -υγος (πρβλ. μορμώ: μορμολύττομαι)].

Greek Monotonic

πομφολύζω: μέλ. -ξω, αναβλύζω, αναπηδώ, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πομφολύζω: ἢ -ύσσω, ἀναβλύζω ὡς πομφόλυγας, δάκρυα πομφόλυξαν, ἀνέβλυσαν, ἐξέρρευσαν, Πινδ. Π. 4. 215.

Middle Liddell

πομφολύζω,
to bubble up, gush forth, Pind.