πτολιπόρθιος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, = πτολίπορθος (sacking cities, wasting cities), of Odysseus, Od. 9.504.
German (Pape)
[Seite 811] = πτολίπορθος, vom Odysseus, Od. 9, 504. 530.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
destructeur de villes.
Étymologie: πτόλις, πέρθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτολιπόρθιος -ον zie πτολίπορθος.
Russian (Dvoretsky)
πτολῐπόρθιος: Hom. = πτολίπορθος.
English (Autenrieth)
(πέρθω): sacker of cities, epithet of gods and heroes (in the Od. only of Odysseus).
Greek Monolingual
-ον, Α πτολίπορθος
πτολίπορθος.
Greek Monotonic
πτολῐπόρθιος: -ον, = το επόμ., λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πτολῐπόρθιος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 504, 530.
Middle Liddell
πτολῐ-πόρθιος, ον, = πτολίπορθος, of Ulysses, Od.]