πρυμνόθεν

From LSJ
Revision as of 11:05, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρυμνόθεν Medium diacritics: πρυμνόθεν Low diacritics: πρυμνόθεν Capitals: ΠΡΥΜΝΟΘΕΝ
Transliteration A: prymnóthen Transliteration B: prymnothen Transliteration C: prymnothen Beta Code: prumno/qen

English (LSJ)

Adv. A = πρύμνηθεν, A.R.4.911, Arat. 343, etc. II from the bottom: hence, utterly, root and branch, ὀλλύναι A.Th.71,1061 (anap.).

German (Pape)

[Seite 801] adv., = πρύμνηθεν, vom Schiffshintertheil od. von hinten her; auch wie πρεμνόθεν, von Grund aus, Οἰδίποδα γένος ὠλέσατε πρυμνόθεν Aesch. Spt. 1048, μὴ πόλιν πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε 71.

French (Bailly abrégé)

adv.
de fond en comble.
Étymologie: πρυμνός, -θεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρυμνόθεν [πρυμνός] adv., overdr. geheel en al:. Οἰδιπόδα γένος ὠλέσατε πρυμνόθεν de familie van Oedipus hebben jullie geheel en al vernietigd Aeschl. Sept. 1056.

Russian (Dvoretsky)

πρυμνόθεν: adv. досл. с кормы, перен. до основания, полностью, вконец (ὀλλύναι Aesch.).

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ.
1. από την πρύμνη του πλοίου
2. μτφ. ολοσχερώς, παντελώς («πόλιν πρυμνόθεν πανώλεθρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + συνδετικό φωνήεν -ο- + επιρρμ. κατάλ. -θεν].

Greek Monotonic

πρυμνόθεν: (πρυμνόν), επίρρ., από τον πυθμένα, από τον πάτο, απ' όπου, όπως το Λατ. funditis, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πρυμνόθεν: Ἐπίρρ., = πρύμνηθεν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 911, Ἄρατ. 343, κτλ. ΙΙ. ἀπὸ τοῦ πυθμένος, ὅθεν ὡς τὸ Λατ. funditus, ὁλοσχερῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς, πρόρριζα, ὀλλύναι, κτλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 71, 1056, πρβλ. πρυμνός, πρύμνα ΙΙ· οὐδεμία δὲ ἀνάγκη νὰ ἀναγνώσωμεν πρέμνοθεν κατὰ τὸν Blomf.

Middle Liddell

πρυμνόν
from the bottom, hence like Lat. funditus, utterly, root and branch, Aesch.

English (Woodhouse)

utterly, root and branch

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)