περίλεξις
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
εως, ἡ, circumlocution, Ar.Nu.318.
German (Pape)
[Seite 582] ἡ, Umredung, wie περίφρασις, Schwatzhaftigkeit, Redseligkeit, Ar. Nub. 317.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
circonlocution, langage verbeux.
Étymologie: περιλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίλεξις -εως, ἡ [περί, λέγω] omschrijving.
Russian (Dvoretsky)
περίλεξις: εως ἡ многословие, болтливость Arph.
Greek (Liddell-Scott)
περίλεξις: ἡ, περίφρασις, πολυλογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 318.
Greek Monolingual
-έξεως, ἡ, Α περιλέγω
περιττολογία.
Greek Monotonic
περίλεξις: ἡ, περίφραση, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
περί-λεξις, εως,
circumlocution, Ar.
Translations
Bulgarian: увъртане, заобикалки; Finnish: kiertely, jaarittelu, pyörittely; French: périphrase, circonlocution; German: Umschweife; Greek: περίφραση, πολυλογία; Hungarian: köntörfalazás, kertelés; Italian: giro di parole, perifrasi; Persian: اطناب, درازگویی; Portuguese: circunlocução, circunlóquio; Spanish: circunlocución, rodeos, ambages, circunloquios; Swedish: omsvep; Vietnamese: giải ngữ, ngữ giải thích