πολυφαγία
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
ἡ, excess in eating, Arist.GA768b29, Ph.1.686, Plu.2.624a, Iamb.Protr. 2.
German (Pape)
[Seite 675] ἡ, das Vielessen; Arist. gen. an. 4, 3; Nicol. bei Ath. X, 415 f.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gourmandise, voracité.
Étymologie: πολύς, φαγεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυφαγία -ας, ἡ [πολύφαγος] vraatzucht.
Russian (Dvoretsky)
πολυφᾰγία: ἡ прожорливость Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠφᾰγία: ἡ, ὑπερβολὴ ἐν τῷ τρώγειν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 20, Πλούτ. 2. 624Α.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
η ιδιότητα του πολυφάγου, το να τρώει κανείς πολύ ή περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται, αδηφαγία, λαιμαργία
νεοελλ.
ιατρ. υπερβολική επιθυμία για λήψη τροφής η οποία δεν περιορίζεται από την αίσθηση κορεσμού, αποτελεί ένα από τα συμπτώματα εκδήλωσης του διαβήτη και παρατηρείται σε ορισμένες φυλές, ενώ έχει σχέση με το περιβάλλον και την κληρονομική προδιάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύφαγος. Ο τ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polyphagie].