λινόδετος
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
ον, (δέω) bound with flaxen cords, χαλινοί E.IT1043; πέδη (of the Hellespont) Tim. Pers.85; λ. ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.Nu. 764.
German (Pape)
[Seite 49] mit leinenen, flächsenen Stricken gebunden; χαλινοί, Ankertaue, Eur. I. T. 1043; Ar. Ran. 763.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. λινόδεσμος.
Étymologie: λίνον, δέω.
Russian (Dvoretsky)
λῐνόδετος: Eur., Arph. = λινόδεσμος.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόδετος: -ον, (δέω) δεδεμένος διὰ λινῶν σχοινίων, χαλινοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 1043· δεδεμένος διὰ κλωστῆς, λ., ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, δεδεμένην ἐκ τοῦ ποδὸς (ὡς καὶ νῦν ποιοῦσι τὰ παιδία ἐν Ἑλλάδι), Ἀριστοφ. Νεφ. 763.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λινόδετος, -ον)
δεμένος με λινό σχοινί («οὗ ναῦς χαλινοῖς λινοδέτοις ὁρμεῖ σέθεν», Ευρ.)
νεοελλ.
(για βιβλίο) επενδεδυμένος με λινό ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -δετος (< δέω), πρβλ. νευρόδετος, ταυρόδετος].
Greek Monotonic
λῐνόδετος: -ον (δέω), δεμένος με σχοινιά από λινάρι, σε Ευρ.· λινόδετος τοῦ ποδός, δεμένος από τα πόδια, φασκιωμένος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
λῐνό-δετος, ον [δέω]
bound with flaxen cords, Eur.; λινόδετος τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.