διεξοδικός
English (LSJ)
διεξοδική, διεξοδικόν,
A of or for going through: τὸ δ. fundament, Arist. HA493a23.
2 Math., produced by traversing, of loci (e.g. line by point or surface by line), Papp.662.2.
II detailed, λόγος Plb.12.25b4; ἱστορία Plu.Fab.16. Adv. διεξοδικῶς = in detail, δ. ἀποκρίνεσθαι, of an answer involving a statement (opp. 'yes' or 'no'), Stoic. 2.62, etc.: Comp., J. BJ Prooem.6, Phlp. in GA101.36; verbatim, ἀναγραφῆναι SIG694.38 (Pergam., ii B. C.); also, by discursive reasoning, Ammon. in APr.25.2; opp. συμβολικῶς, Porph.VP36.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I c. idea de mov.
1 de salida, evacuatorio subst. τὸ δ. dicho del trasero en el ser humano, Arist.HA 493a23
•de la salida del mundo dicho de la muerte τέλος δ. Euthal.Epp.Paul.M.85.705B.
2 geom. que se produce por desplazamiento de la recta a partir de un punto o el plano a partir de la recta, Papp.662.
3 que fluye de principio a fin, corriente ὕδωρ Gr.Nyss.Hom.in Cant.293.5.
II en rel. c. la lengua
1 desarrollado, extenso, prolijo λόγος Plb.12.25b.4, 26d.6, 36.1.6, ἀκριβὴς καὶ δ. δήλωσις un análisis riguroso y exhaustivo D.H.Th.1.3, διεξοδικὰς γράψαντες ἱστορίας Plu.Fab.16, διδασκαλίαι Gal.18(2).847, λέξει διεξοδικῇ καὶ σαφεῖ χρώμενος Gal.18(2).335, δύναμις la capacidad de desarrollar en palabras, capacidad expositiva Ph.1.523, ἑρμηνεία Ph.1.524
•neutr. compar. como adv. prolijamente διεξοδικώτερον ... δίειμι I.BI 1.18, cf. Phlp.in GA 101.36, Sud.
2 gram. expresado con los elementos lingüísticos necesarios φωνή para ser ἐγγράμματος o ‘articulada’, Sch.D.T.175.11, λόγος para ser una oración gramatical, Sch.D.T.355.14.
III adv. -ῶς gram., fil.
1 con desarrollo en palabras e.d. con un juicio u oración dicho de la respuesta a πύσμα (por op. a ‘si, no’, respuesta a ἐρώτημα) Chrysipp.Stoic.2.62
•de forma discursiva διανυστικῶς καὶ διεξοδικῶς αὐτὰ (τὰ διανοητά) γιγνώσκομεν διὰ τῶν συλλογισμῶν Ammon.in APr.25.24, cf. Marin.Procl.22.
2 literal, con las palabras exactas, en forma no compendiada ἀναγραφῆναι ... δ. τὸ ἀντίγραφον [τοῦδε] τοῦ ψηφίσματος SIG 694.38 (Pérgamo II a.C.)
•literalmente op. συμβολικῶς Porph.VP 36.
3 prolija, extensamente op. βραχέως D.H.Is.16.3, Olymp.Iob 37.24.
German (Pape)
[Seite 620] ή, όν, 1) zum Ausgang gehörig; τὸ δ., der Theil, durch den die Excremente abgehen, Arist. H. A. 1, 13. – 2) ausführlich, ἱστορία Plut. Fab. 16, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
étendu, développé (récit).
Étymologie: διέξοδος.
Russian (Dvoretsky)
διεξοδικός: обстоятельный, пространный (ἱστορίαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διεξοδικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς διέξοδον ἢ ἔξοδον, τὸ δ., τὸ μέρος τοῦ σώματος, δι’ οὗ ἐξέρχονται τὰ περιττώματα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 13, 2. ΙΙ. ἐκτενής, λεπτομερής, μακρός, ἱστορία Πλούτ. Φαβ. 16. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκτενῶς, λεπτομερῶς, Γαλην. 12, 154.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διεξοδικός, -ή, -όν) διέξοδος
μσν.- νεοελλ.
λεπτομερής, εκτενής
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στη διέξοδο ή είναι κατάλληλος γι' αυτήν
2. μαθ. (για επίπεδη γραμμή) αυτός που παράγεται με τράβηγμα, χάραγμα
3. το ουδ. ως ουσ. το διεξοδικόν
το μέρος του σώματος απ' όπου αποβάλλονται τα περιττώματα.
Greek Monotonic
διεξοδικός: -ή, -όν, εκτενής, λεπτομερής, αναλυτικός, σε Πλούτ.
Middle Liddell
διεξοδικός, ή, όν adj [from διέξοδος
detailed, Plut.