θακεύω
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
= ἀποπατῶ, Plu.Lyc.20, Artem.1.2.
German (Pape)
[Seite 1181] sitzen; ἐν ἀποχωρήσει ἐπὶ δίφρων Plut. Lyc. 20, auf dem Nachtstuhl sitzen; vgl. Artemid. 1, 2. Von θᾶκος = θακέω.
French (Bailly abrégé)
être assis, accroupi ; aller à la selle.
Étymologie: θᾶκος.
Russian (Dvoretsky)
θᾱκεύω: досл. сидеть на корточках, перен. испражняться (ἐπὶ δίφρων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θᾱκεύω: τῷ ἑπομ., Πλούτ. ἐν Λυκούργ. 20, Ἀρτεμίδ. 1. 2.
Greek Monolingual
θακεύω (Α)
αποπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ευφημισμός < θάκος + κατάλ. -εύω (πρβλ. θαλαμεύω, ιππεύω)].
Middle Liddell
θᾱκεύω, = θᾱκέω, Plut.]