θεοσέβεια
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
English (LSJ)
ἡ, service or fear of God, religiousness, X.An.2.6.26, Pl.Epin.985c, 990a, Plu.in Hes.46, Iamb.Protr.20.
German (Pape)
[Seite 1198] ἡ, Gottesverehrung, -furcht, Plat. Epin. 985 d Xen. An. 2, 6, 26.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
culte de la divinité, piété.
Étymologie: θεοσεβής.
Russian (Dvoretsky)
θεοσέβεια: ἡ богобоязненность, богопочитание, благочестивость Xen., Plat., NT.
Greek (Liddell-Scott)
θεοσέβεια: ἡ, τὸ σέβεσθαι τὸν θεὸν, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 26, Πλάτ. Ἐπιν. 985D, 989Ε. 2) παρὰ τοῖς Ἐκκλησ., τίτλος τιμητικός, Βασίλ. 4. 384, 388.
English (Strong)
from θεοσεβής; devoutness, i.e. piety: godliness.
English (Thayer)
θεοσεβείας, ἡ (θεοσεβής), reverence toward God, godliness: Xenophon, an. 2,6, 26; Plato, epin., p. 985d.; the Sept. 4 Maccabees 7:6,72> (variant).)
Greek Monolingual
και θεοσεβεία, η (AM θεοσέβεια) θεοσεβής
ο σεβασμός προς τον θεό, η ευσέβεια.
Greek Monotonic
θεοσέβεια: ἡ, σεβασμός ή δέος απέναντι στο θεό, ευσέβεια, σε Ξεν.
Middle Liddell
θεοσέβεια, ἡ,
the service or fear of God, religiousness, Xen. [from θεοσεβής
Chinese
原文音譯:qeosšbeia 帖哦-些卑阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:神(安置者)-敬虔 相當於: (יִרְאָה)
字義溯源:敬虔,敬畏神,敬拜神,尊崇神;源自(θεοσεβής)=敬拜神);由(θεός)*=神)與(σέβω)*=敬拜)組成
同源字:1) (θεός)神 2) (θεοσέβεια)敬虔 3) (θεοσεβής)敬拜神 4) (σέβω)敬拜比較: (εὐσέβεια)=敬虔
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 敬畏神的(1) 提前2:10