κάμπος

From LSJ
Revision as of 09:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμπος Medium diacritics: κάμπος Low diacritics: κάμπος Capitals: ΚΑΜΠΟΣ
Transliteration A: kámpos Transliteration B: kampos Transliteration C: kampos Beta Code: ka/mpos

English (LSJ)

εος, τό,
A a sea-monster, Lyc.414.
II = ἱπποδρόμος (Sicel), Hsch. καμπουλίρ· ἐλαίας εἶδος (Lacon.), Id. (-ούληρ cod.).

German (Pape)

[Seite 1318] τό, ein großes Seethier, Haifisch, βρωθεὶς καμπέων γνάθοις Lycophr. 414, Schol. κητῶν. Vgl. κάμπη.

Russian (Dvoretsky)

κάμπος: ὁ (~ лат. campus) ристалище (из сикульского) (Тронский)

Greek (Liddell-Scott)

κάμπος: «ἰππόδρομος. Σικελοὶ» Ἡσύχ.
εος, τὸ θαλάσσιόν τι τέρας, Λυκόφρ. 414· πρβλ. ἱππόκαμπος.

Greek Monolingual

(I)
ο (AM κάμπος)
πεδιάδα, τόπος πεδινός
νεοελλ.-μσν.
μτφ. το βάθος ζωγραφικής παραστάσεως ή ζωγραφικού πίνακα, το φόντο
μσν.
1. τόπος ανοιχτός, ανοιχτωσιά («εἰς κάμπον ν' ἀναμείνουσιν νὰ δώσουν κονταρέας», Χρον. Moρ.)
2. μτφ. βάση, στήριγμα («οἱ μαρτυρίες του... οὐδὲν ἔχουν κάμπον», Ασσίζ.)
3. ύπαιθρο, ύπαιθρος χώρα
4. ιδιόκτητη έκταση, ανοιχτός χώρος γύρω από ένα κτίσμα
5. ανοιχτή θάλασσα
6. πεδίο μάχης
7. παράταξη στρατευμάτων
8. φρ. «κατεβαίνω εἰς τὸν κάμπον» — κατεβαίνω στη μάχη
μσν.-αρχ.
χώρος στρατοπεδεύσεως, στρατόπεδο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) (στους Σικελούς) «ιππόδρομος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campus, -i «πεδιάδα»].
(II)
κάμπος, τὸ (Α)
μεγάλο θαλάσσιο ζώο, κήτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κάμπη (II)].