μακεδνός
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
ή, όν, = μηκεδανός, tall, taper, αἴγειρος Od.7.106; ἐλάται Nic.Th.472; νάπαι Lyc.1273: as pr. n. of the Dorians, Δωρικόν τε καὶ M. ἔθνος Hdt.8.43, cf. 1.56; M. σκῦλα Hsch. (who glosses it by οὐράνια καὶ μεγάλα).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
long, élevé.
Étymologie: cf. μακρός.
Russian (Dvoretsky)
μᾰκεδνός: высокоствольный (αἴγειρος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰκεδνός: -ή, -όν, = μηκεδανός, μακρός, ὑψηλός, αἴγειρος Ὀδ. Η. 106· ἐλάται Νικ. Θηρ. 472· νάπαι Λυκόφρ. 1273.
English (Autenrieth)
(cf. μακρός): tall, Od. 7.106†.
Greek Monolingual
μακεδνός, -ή, -όν (Α)
1. μακρύς, ψηλός («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», Νίκ.)
2. δωρικός («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος», Ηρόδ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «μακεδνὰ σκῡλα
τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα ἵσταται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακ-εδνός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα māk- «μακρύς και λεπτός» και συνδέεται με τα μακρός, μῆκος. Οι τ. μακεδνός και Μακεδόνες συνδέονται μεταξύ τους, οπότε το -δν-ο- του μακεδνός εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα του επιθήματος -δών, -δόνος (πρβλ. γοε-δν-ός). Η λ. Μακεδόνες πιθ. < Μακι-κεδόνες «αυτοί που η χώρα / γη τους είναι μακρά / μεγάλη» (< μακ-ι < μακ-ρός), ενώ το β' συνθετικό είναι πιθ. μια μακεδονική απόδοση της λ. χθών «γη»].
Greek Monotonic
μᾰκεδνός: -ή, -όν, = μηκεδανός, μακρός, ψηλός, λαμπάδα, σε Ομήρ. Οδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: tall, taper, of trees etc. (η 106, Nic., Lyc.); also as name of a people cognate with the Dorians (Hdt.).
Derivatives: Also PN Μακεδόνες pl. m. Macedonians, sg. -ών (IA.) wiht Μακεδον-ία, -ίη, -ικός Macedonia, -nian (IA.), also ἡ Μακεδον-ίς (Hdt.), -ῖτις (Ael.), i.e. γῆ, -ισσα Macedonian woman (Stratt.); μακεδονίζω be pro-Macedonian (Plb., Plu.). With long medial vowel Μακηδών (Hes. Fr. 5, 2, Kall.), -δονία, -ίη (hell. poet.). Beside Μακε-δόν-ες the form μακε-δν-ός seems to show ablaut, zero grade in the suffix, which is also seen (without variant -δόν-) also in γοε-δν-ός a. o. (Solmsen Wortforsch. 46). A suffixal, mostly primary -δόν- is at home in animal-names, some appellatives as well as in nom. actionis a. o. (Chantraine Form. 360ff., Schwyzer 529 f.). Not cognate with μακ-ρός, μῆκ-ος; cf. Specht Ursprung 199 u. 345. A by-form is Μακέτης (Gell.), f. -τις (Str., AP) and -τία, τη (AP), -τα (pap.; Mayser 1: 3, 24); cf. οἰκέτης etc.; s. Schwyzer 498 n. 13, Krahe ZONF 11, 90. -
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: After Fick BB 26, 242 the Μακεδόνες were prop. "Highlanders" (beside Μακέτα *'Highland'). New, very daring and hypothetical interpretation by Pisani Arch. glottol. it. 33, 72: from *Μακι-κεδόνες "of who the Earth is high", from μακ-ι- (: μακ-ρός) and a Maced. word agreeing with χθών (s.v.); the second member is more than doubtful; the whole must be rejected. Doubts on the Greek origin of Μακεδόνες by Krahe Glotta 17, 159. -- Cf. μηκεδανός to μῆκος. Fur. does not discuss the forms. The name seems rather non-IE, so Pre-Greek; cf. Λακεδαίμων (cf. Fick, Vorgr. Ortsnamen 90). An analysis μακε-δνος is impossible in an IE word; also the form with τ points to Pre-Greek. The meaning of the adj. strongly suggests that it is cognate with μακρός, but this can hardly be accounted for in IE morphology.
Middle Liddell
μᾰκεδνός, ή, όν = μηκεδανός, μακρός
tall, taper, Od.
Frisk Etymology German
μακεδνός: {makednós}
Meaning: hochgewachsen, schlank, von Bäumen usw. (η 106, Nik., Lyk.), auch als N. eines mit den Doriern verwandten Volkes (Hdt.).
Derivative: Daneben als VN Μακεδόνες pl. m. ‘Make- donier’, sg. -ών (ion. att.) mit Μακεδονία, -ίη, -ικός ‘Makedonien, -nisch’ (ion. att.), auch ἡ Μακεδονίς (Hdt.), -ῖτις (Ael.), scil. γῆ, -ισσα Makedonierin (Stratt.); μακεδονίζω makedonisch gesinnt sein (Plb., Plu. u. a.). Mit langem Zwischenvokal Μακηδών (Hes. Fr. 5, 2, Kall.), -δονία, -ίη (hell. Dicht.).
Etymology: Gegenüber Μακεδόνες repräsentiert μακεδνός mit altertümlichem Ablaut eine schwundstufige Suffixform, die (ohne nebenstehendem -δόν-) auch in γοεδνός u. a. vorkommt (Solmsen Wortforsch. 46). Ein suffixales, vorw. primäres -δόν- ist in Tiernamen, sonstigen Appellativen ebenso wie in Nom. actionis u. a. zu Hause (Chantraine Form. 360ff., Schwyzer 529 f.). Als Grundlage dürfte eine mit μακρός, μῆκος parallel gehende nominale Bildung gedient haben; vgl. Specht Ursprung 199 u. 345 m. Lit. Eine Nebenform ist Μακέτης (Gell. u. a.), f. -τις (Str., AP) und -τη (AP), -τα (Pap.; Mayser 1: 3, 24); vgl. οἰκέτης usw.; dazu Schwyzer 498 A. 13, Krahe ZONF 11, 90. — Nach Fick BB 26, 242 wären Μακεδόνες eig. s. v. a. "Hochländer" (neben Μακέτα *’Hochland'). Neue, sehr kühne und hypothetische Deutung von Pisani Arch. glottol. it. 33, 72: aus *Μακικεδόνες "deren Erde hoch ist", von μακι- (: μακρός) und einer maked. Entsprechung von χθών (s.d.); das angebliche Hinterglied ist mehr als fraglich. Zweifel über den griech. Ursprung von Μακεδόνες bei Krahe Glotta 17, 159. — Vgl. μηκεδανός zu μῆκος.
Page 2,163
German (Pape)
(vgl. μακρός, μηκεδανός), schlank; αἴγειρος, Od. 7.106; ἐλάται, Nic. Th. 472.