μελάμβωλος

From LSJ
Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμβωλος Medium diacritics: μελάμβωλος Low diacritics: μελάμβωλος Capitals: ΜΕΛΑΜΒΩΛΟΣ
Transliteration A: melámbōlos Transliteration B: melambōlos Transliteration C: melamvolos Beta Code: mela/mbwlos

English (LSJ)

μελάμβωλον, with black soil, Αἴγυπτος AP6.231 (Phil.), cf. Opp.C.3.508.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzschollig; Αἴγυπτος, Philp. 10 (VI, 231); Opp. Cyn. 3, 511.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mottes noires, en parl. d'une bonne terre.
Étymologie: μέλας, βῶλος.

Russian (Dvoretsky)

μελάμβωλος: с черными пластами земли, черноземный (Αἴγυπτος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μελάμβωλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανας βώλους, μελάγγεως, εὔφορος, μελάμβωλον κατ’ ἄρουραν Ὀππ. Κ. 3. 508· Αἰγύπτου... μελαμβώλου Ἀνθ. Π. 6, 231, 1.

Greek Monolingual

μελάμβωλος, -ον (Α)
(για τη γη)
1. αυτός που έχει μαύρους βώλους, μαύρο έδαφος
2. εύφορος («μελάμβωλον κατ' ἄρουραν», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βῶλος, (πρβλ. καλλόβωλος, χρυσόβωλος)].

Greek Monotonic

μελάμβωλος: -ον, περιοχή με σκουρόχρωμο (μαύρο) έδαφος, χώμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

μελάμ-βωλος, ον
with black soil, Anth.