μυχώδης
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
ες, full of recesses, cavernous, E.Ion494 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 224] ες, winkelartig, verborgene Winkel od. Räume habend, Eur. Ion 494, nach Conj.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui a des enfoncements, des gouffres.
Étymologie: μυχός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
μῠχώδης: полный ущелий или с многочисленными пещерами (Μακραί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μῠχώδης: -ες, πλήρης μυχῶν ἢ χασμάτων, πλήρης κοιλωμάτων, Εὐρ. Ἴων 494.
Greek Monotonic
μῠχώδης: -ες (εἶδος), γεμάτος από κοιλώματα, σπηλαιώδης, σε Ευρ.