πολύτρεπτος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ον, much-turning, changeable, Plu.2.423a.
German (Pape)
[Seite 675] viel umgewandt, veränderlich, Plut. def. or. 23 M. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on tourne aisément, très mobile.
Étymologie: πολύς, τρέπω.
Russian (Dvoretsky)
πολύτρεπτος: поворачивающийся в разные стороны, т. е. многогранный (τὸ δοδεκάεδρον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύτρεπτος: -ον, ὁ πολὺ τρεπόμενος, εὐμετάβολος, Πλούτ. 2. 423Α.
Greek Monolingual
-ον, Α
ευμετάβλητος, ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρεπτός (< τρέπω), πρβλ. εύ-τρεπτος].