συγκρατύνω

From LSJ
Revision as of 12:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρᾰτύνω Medium diacritics: συγκρατύνω Low diacritics: συγκρατύνω Capitals: ΣΥΓΚΡΑΤΥΝΩ
Transliteration A: synkratýnō Transliteration B: synkratynō Transliteration C: sygkratyno Beta Code: sugkratu/nw

English (LSJ)

strengthen, make firm, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Plu.2.656e:—Pass., become so, Hp.Epid.2.1.8.

German (Pape)

[Seite 969] mit od. zugleich bestärken, stark od. fest machen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

confirmer, corroborer.
Étymologie: σύν, κρατύνω.

Russian (Dvoretsky)

συγκρᾰτύνω: (ῠ) делать крепким, твердым (τὸν κέραμον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾰτύνω: κρατύνω συγχρόνως, ποιῶ ἐντελῶς ἰσχυρόν, τὸ πῦρ σ. τὸν κέραμον Πλούτ. 2. 656Ε. ― Παθητ., κρατύνομαι, γίνομαι ἰσχυρός, Ἱππ. 1006.

Greek Monolingual

Α
καθιστώ κάτι ισχυρό από κοινού, του προσδίδω δύναμη και εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κρατύνω «ενισχύω, ενδυναμώνω» (< κρατύς)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κρᾰτύνω pass. tegelijk in bedwang gehouden worden, tegelijk beperkt worden.