συρίττω
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
v. συρίζω. σύρῐχος, ὁ, v. ὑριχός. συρκίζω, Aeol. for σαρκάζω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1040] = att. συρίζω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐσύριττον;
att. c. συρίζω.
Russian (Dvoretsky)
σῡρίττω: атт. = συρίζω I.
Greek (Liddell-Scott)
σῠρίττω: ἴδε συρίζω.
Greek Monotonic
σῠρίττω: μεταγεν. Αττ. τύπος του συρίζω.
Mantoulidis Etymological
(=παίζω αὐλό, σφυρίζω). Ἀπό τό σῦριγξ -ιγγος πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: συρίγγιον (ὑποκορ.), σύριγμα, συριγμός, σύρισμα, συρικτής, συρικτήρ, συριστής, συριστική (ἐνν. τέχνη).