φυσιογνώμων

From LSJ
Revision as of 14:40, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠσιογνώμων Medium diacritics: φυσιογνώμων Low diacritics: φυσιογνώμων Capitals: ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: physiognṓmōn Transliteration B: physiognōmōn Transliteration C: fysiognomon Beta Code: fusiognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, judging of a man's character by his features, Arist.GA769b20, Phgn.805a18, 806a33, etc.

German (Pape)

[Seite 1318] ονος, eigtl. die Natur beurtheilend, nach der Natur urtheilend, gew. den Charakter des Menschen nach seiner natürlichen Bildung, bes. seinen Gesichtszügen beurtheilend, Arist. physiogn. 1 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui conjecture la nature d'une personne ou d'une chose, particul. qui sait juger qqn d'après sa mine, son air, sa physionomie.
Étymologie: φύσις, γιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

φῠσιογνώμων: 2, gen. ονος определяющий душевные свойства по внешним признакам, преимущ. по чертам лица Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιογνώμων: -ον, γεν. ονος, ὁ κρίνων περί τινος ἀνθρώπου ἐκ τῆς ἐξωτερικῆς αὐτοῦ ὄψεως, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 4. 3, 32, Φυσιογν. 1. 4., 2, 3. κλπ.· ― ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11. 1, χάριν τοῦ μέτρου, φυσιγνώμωνσοφιστής.

Greek Monolingual

-όγνωμον, και, για μετρικούς λόγους, φυσιγνώμων, -ίγνωμον Α
αυτός που διατυπώνει κρίσεις για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου μετά από μελέτη τών εξωτερικών του γνωρισμάτων, φυσιογνωμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. οὐρανογνώμων.

Greek Monotonic

φῠσιογνώμων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που κρίνει το χαρακτήρα ενός ανθρώπου από τα εξωτερικά του γνωρίσματα, σε Αριστ.

Middle Liddell

φῠσιο-γνώμων, ονος,
judging of a man's character by his features, Arist.