ἀνασταδόν
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
Adv., (ἀνίστημι) standing up, Il.9.671, 23.469.
Spanish (DGE)
(ἀναστᾰδόν)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. en pie, de pie δειδέχατ' ἄλλοθεν ἄλλος ἀ. Il.9.671, cf. 23.469.
German (Pape)
[Seite 208] aufrechtstehend, Il. 9, 671. 28, 489.
French (Bailly abrégé)
adv.
en se levant.
Étymologie: ἀνίστημι, -δον.
Russian (Dvoretsky)
ἀναστᾰδόν: adv. поднимаясь или поднявшись, вставая или стоя Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστᾰδόν: ἐπίρρ. (ἀνίστημι)· δειδέχατ’ ἄλλοθεν ἄλλος ἀνασταδόν, ἀνιστάμενος, ὄρθιος, Ἰλ. Ι. 671, Ψ. 469.
English (Autenrieth)
(ἵστημι): adv., standing up. (Il.)
Greek Monolingual
ἀνασταδὸν (Α) ανίστημι
το να στέκεται κανείς όρθια, όρθιος.
Greek Monotonic
ἀναστᾰδόν: επίρρ. (ἀνίστημι), σε όρθια θέση, κατακόρυφα, σε Ομήρ. Ιλ.