ἀνδρακάς

From LSJ
Revision as of 10:06, 13 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρᾰκάς Medium diacritics: ἀνδρακάς Low diacritics: ανδρακάς Capitals: ΑΝΔΡΑΚΑΣ
Transliteration A: andrakás Transliteration B: andrakas Transliteration C: andrakas Beta Code: a)ndraka/s

English (LSJ)

(A), Adv. A man by man, Od.13.14, Cratin.19, cf. Plu.2.151e; ἀνδρακάς καθήμενος apart, A. Ag.1595, cf. Hsch. (ἀνδρακάς perhaps cognate with Skt. -śás in dviśás 'two by two', etc.)
(B), άδος, ἡ, A a man's portion, Nic.Th. 643.

Spanish (DGE)

(ἀνδρᾰκάς)
adv.
1 uno por uno, por separado οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ἠδὲ λέβητα ἀνδρακάς Od.13.14, cf. Cratin.19, Plu.2.151e, A.D.Adu.160.20.
2 aparte ἀ. καθήμενος A.A.1595.
-άδος, ἡ
lote, porción que toca a un hombre ἀπ' ἀνδρακάδα προταμὼν ἰσήρεα Nic.Th.643, cf. Hsch., v. ἀνδροκάς.

German (Pape)

[Seite 216] ἡ, ἰσήρης, gleicher Antheil jedes Mannes, Nic. Th. 642. Mann für Mann, δοῦναί τι, Od. 13, 14, vgl. die Scholl. u. Apollon. lex. Hom.; Aesch. Ag. 1572. So viel als χωρίς, einzeln, Cratin. B. A. 384, cf. Suid.

French (Bailly abrégé)

1adv.
par homme.
Étymologie: ἀνήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρᾰκάς: adv. каждый в отдельности Hom., Aesch.: ἅπαντες ἀ. Hom. ap. Plut. все поголовно.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰκάς: ἐπίρρ. (ἀνήρ), = κατ’ ἄνδρα, Λατ. viritim, ἀλλ’ ἄγε οἱ δῶμεν τρίποδα μέγαν ... ἀνδρακὰς Ὀδ. Ν. 14, Κρατῖν, ἐν «Βουκόλοις» 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 151E· ἀνδρακὰς καθήμενος, χωριστά, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1595 (ἀλλ. ὁ Ἕρμαν. γράφει: ἀνδρακὰς καθημένοις ἄσημα ...). - «κατ’ ἄνδρα ἕνα ἕκαστον ἐπιρρηματικῶς· ὡς εἰπεῖν καθ’ ἕνα, ἢ κατ’ ἄνδρα» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

man by man (viritim), Od. 13.14†. (v.l. ἄνδρα κάθ.)

Greek Monolingual

(I)
ἀνδρακάς επίρρ. (Α)
ανά άνδρα, ανά έκαστον άνδρα, στον καθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + (επιρρ, κατάλ.) -κας, η οποία πιθ. συνδέεται με την αρχ. ινδ. κατάλ, -sas (πρβλ. ēca-śas «καθ' ένα», dvi-śas «κατά ζεύγη» κ.ά.)].
(II)
ἀνδρακάς (-άδος), η (Α)
το μερίδιο που αντιστοιχεί σε κάθε άνδρα.

Greek Monotonic

ἀνδρᾰκάς: επίρρ. (ἀνήρ), άνδρας με άνδρα = κατ' ἄνδρα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἀνήρ
man by man, = κατ' ἄνδρα, Od.