ἀπαξιόω
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
A disclaim as unworthy, disown, τι or τινά, Th.1.5, Plb.1.67.13, Plot.5.8.3; ἀ. τινὸς μή, c. inf., Paus. 10.14.6. 2 ἀ. ἑαυτὸν τῶν καλλίστων Arist.Mu.391a6; but τί τινος deem a thing unworthy of one, Luc.Dom.2:—Med., λέσχας ἇς ἀπηξιώσατο deemed them unworthy of... banished them from .., A.Eu.367.
Spanish (DGE)
1 considerar indigno c. ac. de pers. σ' ἀπαξιῶν E.El.256, μὴ σεαυτὸν ἀπαξίου M.Ant.5.3
•c. ac. y gen. οὐδ' αὑτὴν τῶν καλλίστων ἀπηξίωσεν Arist.Mu.391a6, τῶν ἡδίστων αὑτὸν ἀπαξιοῦν Luc.Dom.2
•en v. med. Ζεὺς ... ἔθνος τόδε λέσχας ἇς ἀπηξιώσατο Zeus rechazó a esa raza como indigna de su audiencia A.Eu.366
•c. gen. e inf. ἀπηξίωσεν ἐκείνου μόνου μὴ προσέσθαι τὰ ἀπὸ τῶν Μήδων (la Pitia) solo a aquel desdeñó admitirle el botín tomado a los medos Paus.10.14.6.
2 rechazar como indigno τὸ ἔργον Th.1.5, τὸν Ἄννωνα Plb.1.67.13
•no dignarse c. inf. περὶ ὧν δαιμόνων αὐτὸς ἀπαξιῶν λέγειν Athenag.Leg.23.5.
German (Pape)
[Seite 279] für unwürdig halten, τινά τινος Arist. mund. 1, 1; etwas für seiner unwürdig halten, als unwürdig ablehnen, Eur. El. 256; ἔργον Thuc. 1, 5; Sp.; Arr. 1, 23, 8; Pol. 10, 40; Luc. Deor. D. 20, 1; Plut. Crass. 21; τὴν ἀπολογίαν Dion. Hal. 7, 34; es folgt auch μή c. inf. S. Schäf. D. Hal. C. V. p. 38. – Med., τινός, nicht würdigen, Aesch. Eum. 345.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπηξίωσα, pf. Pass. ἀπηξίωμαι;
1 regarder comme indigne;
2 repousser comme indigne, dédaigner;
Moy. ἀπαξιόομαι, ἀπαξιοῦμαι juger indigne (de soi, de sa faveur, etc.).
Étymologie: ἀπό, ἀξιόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαξιόω:
1 считать недостойным (τινα Eur.; τί и τινά τινος Arst., Luc.);
2 относиться с пренебрежением, презирать, с презрением отвергать (τινα и τι Thuc., Polyb.; ἀνταγωνιστήν τινα Plut.);
3 тж. med. не удостаивать (τινά τινος Aesch.): ἀ. ἑαυτοὺς καταμιγνύναι τινί Plut. считать ниже своего достоинства общение с кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαξιόω: ἀπορρίπτω ὡς ἀνάξιον, δὲν ἀναγνωρίζω, Λατ. dedignari, τι ἢ τινα Θουκ. 1. 5, Πολύβ. 1. 67, 13, κτλ.: - Ὡσαύτως, ἀπ. μή, μετ’ ἀπαρ., Παυσ. 10. 14, 6. 2) ἀπ. τί τινος, θεωρῶ τι ἀνάξιόν τινος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 1. 1· Λουκ. περὶ τοῦ Οἴκου 2: - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, λέσχας ἇς ἀπηξιώσατο, ἐθεώρησεν αὐτὰς ἀναξίας τῆς..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 367: - Παθ., θεωροῦμαι ἀνάξιός τινος, λόγου Κλήμ. Ἀλ. 84.
Greek Monotonic
ἀπαξιόω: μέλ. -ώσω·
I. απορρίπτω, αποκηρύσσω ως ανάξιο, αποποιούμαι, τι ή τινά, σε Θουκ.
II. ἀπαξιόω τί τινος, θεωρώ κάτι ανάξιο για κάποιον, σε Λουκ. — Μέσ., αποκηρύσσομαι, αποπέμπομαι από το σπίτι μου, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
I. to disclaim as unworthy, disown, τι or τινα Thuc.
II. ἀπ. τί τινος to deem a thing unworthy of one, Luc.:—Mid. to banish from one's house, Aesch.