ἰαλεμίστρια
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
Ion. ἰηλ-, ἡ, wailing woman, A.Ch.424 (lyr., Herm., from Hsch.).
German (Pape)
[Seite 1232] ἡ, ion. ἰηλεμίστρια, die Klagende, s. Hesych.
Russian (Dvoretsky)
ἰᾱλεμίστρια: ион. ἰηλεμίστρια ἡ плакальщица Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱλεμίστρια: Ἰων. ἰηλ-, ἡ, γυνὴ θρηνοῦσα, ἐκ διορθώσεως ἐν Αἰσχύλ. Χο. 424 κατὰ τὸν Ἕρμανν., ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἰηλεμιστρίας· θρηνητρίας), πρβλ. Κίσσιος.
Greek Monolingual
ἰαλεμίστρια, ιων. τ. ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) ιαλεμίζω
γυναίκα που θρηνεί.
Greek Monotonic
ἰᾱλεμίστρια: Ιων. ἰηλ-, ἡ, γυναίκα που θρηνολογεί, μοιρολογίστρα, σε Αισχύλ.