ἔκχυτος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, (ἐκχέω) A poured forth, unconfined, κόμη AP9.669.8 (Marian.); outstretched, ἔκχυτος ὕπνῳ κεῖτο ib.5.274 (Paul.Sil.). 2 immoderate, γέλως Suid. s.v. καγχασμός. II Subst., ἔκχυτον, τό, dub. sens. in AP9.395 (Pall.; ποτόν tit., εἶδος βρώματος Sch.); title of dialogue on ᾠοσκοπία by Hermagoras, Stoic.1.102.
Spanish (DGE)
(ἔκχῠτος) -ον
I 1suelto del pelo ἔκχυτον ... ἔπλεξε κόμην AP 9.669 (Marian.)
•fig. suelto, distendido de la carcajada, Sud.s.u. καγχασμός.
2 de pers. tendido relajadamente, sosegado, despreocupado Μενεκρατὶς ἔ. ὕπνῳ κεῖτο AP 5.275 (Paul.Sil.), de Pan AP 16.229.
II neutr. subst. τὸ ἔ.
1 quizá pastel de queso fundido, AP 9.395 (Pall.).
2 tít. de un diálogo de Hermágoras sobre ᾠοσκοπία Pers.Stoic.1.102.
German (Pape)
[Seite 788] ausgegossen, ausgebreitet; κόμη, das Laub des Epheu, Marian. ep. (IX, 669); auch ὕπνῳ, Paul. Sil. 12 (V, 275); γέλως, ausgelassenes Lachen, Suid.; τὸ ἔκχυτον, ein flüssiges Gericht, Pallad. 25 (IX, 395).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se répand, flottant en parl. de la chevelure;
2 qui se détend;
3 versé ; τὸ ἔκχυτον gâteau versé d'un moule.
Étymologie: ἐκχέω.
Russian (Dvoretsky)
ἔκχῠτος:
1 раскидистый, развесистый (κισσοῦ κόμη Anth.);
2 растянувшийся (ἔ. ὕπνῳ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκχῠτος: -ον, (ἐκχέω) χυτός, «χυμένος», ἔκχυτον εὐχαίτης κισσὸς ἔπλεξε κόμην Ἀνθ. Π. 9. 669˙ ἐξηπλωμένος, ἔκχυτος ὕπνῳ κεῖτο αὐτόθι 5. 275. 2) ἐπὶ γέλωτος, σφοδρός, ἀθρόος, Λατ. effusus, ἔκχυτος γέλως, «καγχασμός», Σουΐδ. ἐν λέξει καγχάζω. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἔκχυτον, τό, ῥευστόν τι ἔδεσμα, ἐν γὰρ τοῖς Κίρκης ἔκχυτον οὐκ ἔφαγεν Ἀνθ. Π. 9. 395˙ ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον ἔγχυτον.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκχυτος, -ον)
1. ο χυμένος έξω, εκτεταμένος, ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, χυτός, διάχυτος
2. φρ. α. «έκχυτος κόμη» — πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιά
β. «έκχυτος γέλως» — υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο γέλιο
γ. γεωλ. «έκχυτα πετρώματα» — κατηγορία πυριγενών στρωμάτων, αλλιώς «ηφαιστειογενή πετρώματα».
Greek Monotonic
ἔκχῠτος: -ον (ἐκχέω), αυτός που έχει ξεχυθεί, απεριόριστος, σκορπισμένος, ακράτητος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἔκχῠτος, ον ἐκχέω
poured forth, unconfined, outstretched, Anth.