δεξιά

Revision as of 10:26, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Ion. δεξιή (fem. of δεξιός), ἡ, A right hand, opp. ἀριστερά (left), δεξιῇ ἠσπάζοντο Il.10.542; ἐκ δεξιᾶς = on the right, Ar.Eq.639; δεξιᾶς abs.,IG2.733 A,835; ἐν δεξιῇ ἔχειν τὰ οὔρεα keep them on the right (as you go), Hdt.7.217, cf. Th.2.19,98, etc.; ἐν δ. λαβεῖν τὴν Σικελίαν Id.7.1; so Ἐπίδαμνός ἐστι πόλις ἐν δ. ἐσπλέοντι… on your right as you sail in... Id.1.24; πορεύεσθαι τὴν εἰς δ. (sc. ὁδόν) Pl.R.614c; ἐπὶ δεξιᾶ τοῦ βήματος Plu.2.192f. 2 in welcoming or saluting (as we shake hands), δεξιὰν διδόναι Ar.Nu.81; προτείνειν, ἐμβάλλειν, etc. (v. sub vocc.); esp. as a sign of assurance, pledge or treaty, σπονδαὶ… καὶ δεξιαὶ ᾗς ἐπέπιθμεν Il.2.341; δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες having exchanged assurances, X.An.7.3.1, cf. 1.1.6; δεξιὰς παρὰ βασιλέως φέρειν μὴ μνησικακήσειν bring pledges that he would not... ib.2.4.1; δεξιᾶς πίστις μεγίστη E.Med.21; φυλάσσειν, τηρεῖν τὴν δ., PFay.124.13, POxy.533.18:—χείρ is never expressed in Hom., but is used later, χεῖρα δ. S.Ph.912, 1254, etc.; φεῦ δ. χείρ E.Med.496; χειρὸς δ. ib.899, etc.; τὴν χεῖρα δὸς τὴν δ. Ar.Nu.81.

German (Pape)

[Seite 546] ἡ, fem. von δεξιός, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
s.e. χείρ;
la main droite : ἐν δεξιᾷ, ἐπὶ δεξιᾷ, à droite ; ἐν δεξιᾷ ἔχειν τι, avoir qch (une montagne, un pays, etc.) à sa droite ; δεξιὰν διδόναι, donner la main à qqn ; ἀνατείνειν XÉN tendre la main ; δεξιὰν λαβεῖν καὶ δοῦναι XÉN prendre et donner la main droite, càd s'engager mutuellement ; αἱ δεξιαί IL serrements de main en signe de foi jurée ; δεξιᾶς παρὰ βασιλέως φέρειν μή XÉN apporter du grand roi des assurances que… ne.
Étymologie: fém. de δεξιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεξιά -ᾶς, ἡ subst. f. van δεξιός.

Russian (Dvoretsky)

δεξιά: ион. δεξιή ἡ (sc. χείρ)
1) правая рука, десница (δεξιάν τινι διδόναι Arph., Diod., ἀνατείνειν Xen., προτείνειν Plut. или ἐμβάλλειν Emped. ap. Plut., Aeschin.; δεξιῇ ἀσπάζεσθαι Hom.): ἐκ δεξιᾶς Arph., Plat. и ἐν δεξιᾷ Her., Thuc., Plat. с правой стороны, по правую сторону, справа; ἀπὸ τῶν δεξιῶν Arst. с (от) правой стороны; τὴν εἰς δεξιάν Plat. в правую сторону, направо; δεξιὰν λαβεῖν καὶ δοῦναι Xen. обменяться рукопожатиями, т. е. дать друг другу слово, взаимно обязаться;
2) pl. взаимные рукопожатия, т. е. обязательства (σπονδαὶ καὶ δεξιαί Hom.): δεξιὰς φέρειν или πέμπειν Xen. давать обязательства или гарантии.

Greek Monolingual

(I)
επίρρ.
βλ. δεξιός.
(II)
η
βλ. δεξιός.

Greek Monotonic

δεξιά: Ιων. -ιή (θηλ. του δεξιός), ,
1. δεξί χέρι, αντίθ. προς το ἀριστερά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκ δεξιᾶς, στο δεξί μέρος, σε Αριστοφ.· ἐν δεξιᾷ ἔχειν τὰ οὔρεα, έχει τα βουνά στα δεξιά του καθώς πηγαίνει, σε Ηρόδ.· ἐν δ. λαβεῖν τὴν Σικελίαν, στον ίδ.· ομοίως, ἐν δ. ἐσπλέοντι, στα δεξιά σου καθώς μπαίνεις, στον ίδ.· χρησιμ. στο καλωσόρισμα, στην υποδοχή, δεξιὰν διδόναι, χαιρετώ κάποιον τείνοντας, προσφέροντας το δεξί χέρι, σε Αριστοφ.
2. το δεξί χέρι που δίνεται ως ένδειξη επικύρωσης ή σύναψης συνθήκης, δεξιαὶ ᾗς ἐπέπιθμεν, σε Ομήρ. Ιλ.· δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες, έχοντας ανταλλάξει αμοιβαίες διαβεβαιώσεις, έχοντας συνάψει ανακωχή, συνθήκη, σε Ξεν.· δεξιὰς παρὰ βασιλέως φέρειν μή..., φέρνει διαβεβαιώσεις ότι αυτός δεν θα..., στον ίδ. Παρόλο που το δεξιά είναι φανερά το θηλ. του δεξιός, χρησιμ. πάντοτε ως ουσ. χωρίς το χείρ· αλλά, δ. χείρ, συναντάται σε Σοφ., Ευρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιά: Ἰων. –ιή, (θηλ. τοῦ δεξιός), ἡ, ἡ δεξιὰ χείρ, ἀντίθ. τῷ ἀριστερά· δεξιῇ ἠσπάζοντο Ἰλ. Κ. 542· ἐκ δεξιᾶς, εἰς τὰ δεξιά, Ἀριστοφ. Ἱππ. 639· ἐν δεξιᾷ ἔχειν τὰ οὔρεα, νὰ ἔχῃ τις τὰ ὄρη εἰς τὰ δεξιά του ἐνῷ πορεύεται, Ἡρόδ. 7. 217, πρβλ. Θουκ. 2. 19, 98, κτλ.· ἐν δ. λαβεῖν τὴν Σικελίαν ὁ αὐτ. 7. 1· οὕτω, Ἐπίδαμνός ἐστι πόλις ἐν δ. ἐσπλέοντι..., εἰς τὰ δεξιὰ ἐνῷ εἰσέρχεταί τις..., ὁ αὐτ. 1. 24· ὡσαύτως, ἀπὸ τῶν δεξιῶν Ἀριστ. Οὐρ. 2. 2, 4· εἰς τὰ δ., ὁ αὐτ. Προβλ. 26, 31· ἐπὶ δεξιᾷ τοῦ βήματος Πλούτ. 2. 192F· ―συχν. ἐν χρήσει ἐπὶ ἀσπασμοῦ ἢ χαιρετισμοῦ ἢ ὑποδοχῆς, δεξιὰν διδόναι Ἀριστοφ. Νεφ. 81· προτείνειν, ἐμβάλλειν, κτλ (ἴδε τὰς λέξ.). 2) ὡς σημεῖον βεβαιώσεως, ὡς ἐπικύρωσις συνθήκης, σπονδαὶ... καὶ δεξιαὶ, ᾗς ἐπέπιθμεν Ἰλ. Β. 341., Δ. 159· δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες, ἀνταλλάξαντες βεβαίωσιν, συνάψαντες συνθήκην, Ξεν. Ἀν 7. 3, 1· ὡσαύτως, δεξιὰν ἔλαβον καὶ ἔδωκα αὐτόθι 1. 1. 6· ἔτι δὲ καὶ δεξιὰς παρὰ βασιλέως φέρειν μή..., φέρω διαβεβαίωσιν παρὰ τοῦ βασ. ὅτι αὐτός δὲν θὰ..., αὐτόθι 2. 4, 1, πρβλ. Πόρσ. Μηδ. 21. ― Ἄν καὶ τὸ δεξιὰ εἶναι φανερῶς θηλ. τοῦ δεξιός, κεῖται σχεδὸν ἀείποτε ὡς οὐσιαστ. ἄνευ τοῦ χείρ· οὕτως ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἄν καὶ ἐκεῖνος μεταχειρίζεται τὸν τύπον δεξιτερή, καὶ μετὰ τοῦ χεὶρ καὶ ἄνευ αὐτοῦ)· ἀλλ’ εὑρίσκομεν χεῖρα δ. Σοφ. Φ. 912, 1254, κτλ. φεῦ δ. χεὶρ Εὐρ. Μηδ. 496· χειρὸς δ. αὐτόθι, κτλ.· τὴν χεῖρα δὸς τὴν δ. Ἀριστοφ. Νεφ. 81.

Middle Liddell

[fem. of δεξιός
1. the right hand, opp. to ἀριστερά, Il.; ἐκ δεξιᾶς on the right, Ar.; ἐν δεξιᾶι ἔχειν τὰ οὔρεα to keep them on the right, as you go, Hdt.; ἐν δ. λαβεῖν τὴν Σικελίαν Hdt.; so, ἐν δ. ἐσπλέοντι on your right as you sail in, Hdt.; used in welcoming, δεξιὰν διδόναι to salute by offering the right hand, Ar.
2. the right hand given as a pledge or assurance, δεξιαὶ ἧις ἐπέπιθμεν Il.; δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες having exchanged assurances, made a treaty, Xen.; δεξιὰς παρὰ βασιλέως φέρειν μή… to bring pledges that he would not…, Xen.—Though δεξιά is manifestly fem. of δεξιός, it is always used as a Subst. without χείρ; but δ. χείρ occurs in Soph., Eur., Ar.

English (Woodhouse)

pledge ratified by giving the right hand, right hand, the right hand