μεγαλόδοξος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ον, very glorious, Εὐνομία Pi.O.9.16; κύριος OGI90.1 (Rosetta, ii B.C.); Ῥώμη Plu. Thes.1, cf. Herm. ap. Stob.1.49.44. Adv. -ξως LXX 3 Ma.6.39.
German (Pape)
[Seite 106] von großem Ruhme, sehr ruhmvoll; Pind. Ol. 9, 17; Plut. Thes. 1 u. Sp., auch adv.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de grande réputation, illustre.
Étymologie: μέγας, δόξα.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλόδοξος: покрытый великой славой, прославленный Pind., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόδοξος: -ον, λίαν ἔνδοξος, Εὐνομία Πινδ. Ο. 9. 26, Πλουτ. Θησ. 1.
English (Slater)
μεγᾰλόδοξος, -ον of great fame σώτειρα μεγαλόδοξος Εὐνομία (O. 9.16)
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλόδοξος, -ον)
1. πολύ ένδοξος
2. αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
επίρρ...
μεγαλοδόξως (Α)
με μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ματαιό-δοξος].
Greek Monotonic
μεγᾰλόδοξος: -ον (δόξα), πολύ ένδοξος, σε Πίνδ., Πλούτ.
Middle Liddell
μεγᾰλό-δοξος, ον δόξα
very glorious, Pind., Plut.
Léxico de magia
-ον gloriosísimo de Afrodita χαῖρε, θεὰ μεγαλόδοξε te saludo, diosa gloriosísima P IV 3224 de la Providencia ἤδη, ἤδη, συντέλεσον, ἐντὸς ὥρας τῆσδε ποίει, μεγαλόδοξε Πρόνοια ya, ya, cúmplelo, actúa dentro de esta hora, gloriosísima Providencia P LVII 36 de otros seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... μεγαλοδυνάμους, μεγαλοδόξους, μεγασθενεῖς os invoco a vosotros, que tenéis gran poder, gloriosísimos, que tenéis gran fuerza P IV 1346