ἄατος

From LSJ

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄᾰτος Medium diacritics: ἄατος Low diacritics: άατος Capitals: ΑΑΤΟΣ
Transliteration A: áatos Transliteration B: aatos Transliteration C: aatos Beta Code: a)/atos

English (LSJ)

contr. ἆτος, ον, (ἄω) A insatiate, c. gen., ἄατος πολέμοιο Hes. Th.714; Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388; μάχης ἆτόν περ ἐόντα 22.218: abs., ἄατος ὕβρις A.R.1.459. [First syllable short in Hes., long in A.R.]
ἄᾱτος, ον, = ἄητος (q.v.), Q.S.1.217.

Spanish (DGE)

(ἄᾰτος) -ον
• Alolema(s): ἄητος Il.21.395, A.Fr.3, Nic.Th.783; contr. ἆτος Il.5.388
• Prosodia: [ᾰᾱτος A.R.1.459, Q.S.1.217]
insaciable, desmedido, que exige todo esfuerzo ἄητον θάρσος Il.21.395, cf. Q.S.1.217, ἄατος ὕβρις A.R.1.459 (pero tb. se ha interpr. como 2 ἄατος q.u.), cf. A.Fr.3, ποηφάγος αἰὲν ἄητος Nic.l.c., cf. Hsch., Hdn.Gr.1.220
c. gen. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388, μάχης ἄατόν περ ἐόντα Il.22.218, ἄατος πολέμοιο Hes.Th.714
ἀπὸ τοῦ ἄω Et.Sym.α 5.
• Etimología: Cf. 3 ἄω
-ον
perjudicial, dañino Hsch.
• Etimología: Quizá ἀ- intens. y ἄτη.

German (Pape)

[Seite 1] (ἄω), unersättlich, πολέμοιο Hes. Th. 714, vgl. ἆτος; – ἄατος ὕβρις Ap. Rh. 1, 452, schädlich, ist wohl ἀατός zu schreiben; aber θάρσος ἄατον bei Qu. Hm. 1, 217 steht für ἄητον. Vgl. Buttm. Lexil. 1, 229 ff.

French (Bailly abrégé)

p. contr. ἆτος;
ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: , ἄω.

Russian (Dvoretsky)

ἄᾰτος: Hes. = ἆτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄᾰτος: συνηρ. ἆτος, ον· (ἄω, ἆσαι) ἀκόρεστος, μετὰ γεν. ἄατος πολέμοιο Ἡσ. Θεογ. 714. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Ἰλ. Ε, 388, μάχης ἆτόν περ ἐόντα Χ, 218. Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ.: - ἀπολ., ἄατος ὕβρις, Ἀπ. Ροδ. 1. 459. [Ἡ πρώτη συλλ. ἐν τῷ ἄατος εἶναι βραχεῖα παρ’ Ἡσυχ., ἀλλὰ μακρὰ παρ’ Ἀπ. Ροδ.]

Greek Monotonic

ἄᾰτος: συνηρ. ἆτος, -ον (ἄω), ακόρεστος, με γεν.· Ἄρης ἆτος πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

See also: ἄητος

Middle Liddell

[ἄω C]
insatiate, c. gen., Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.

Frisk Etymology German

ἄατος: {áatos}
Forms: kontr. ἆτος
Meaning: unersättlich
Etymology: aus *ἄσατος ep. neg. Verbaladjektiv zu ἄμεναι sättigen, s. ἅδην und ἆσαι. Vgl. ἄητος.
Page 1,2

Translations

insatiable

Armenian: անկուշտ; Bulgarian: ненаситен; Catalan: insaciable; Chinese Mandarin: 無法滿足的, 无法满足的, 貪得無厭的, 贪得无厌的, 貪心, 贪心; Czech: neukojitelný; Danish: umættelig; Esperanto: nesatigebla; Finnish: tyydyttämätön, kyltymätön; French: insatiable; Galician: insaciable, insaciábel; Georgian: გაუმაძღარი; German: unersättlich; Ancient Greek: ἄατος, ἄβορος, ἀεικενός, ἀκόρεστος, ἀκόρετος, ἀκορής, ἀκόρητος, ἄμαργος, ἄναλτος, ἄπαυστος, ἄπλειστος, ἀπλήμων, ἀπληστόκορος, ἄπληστος, ἀχόρταστος, δυσχαλίνωτος; Hungarian: telhetetlen, kielégíthetetlen; Italian: insaziabile, incontentabile; Japanese: 飽くことを知らない; Lithuanian: nepasotinamas; Norwegian: umettelig; Polish: nienasycony; Portuguese: insaciável; Russian: ненасытный; Sanskrit: असिन्व; Serbo-Croatian Cyrillic: незаја̀жљив; Roman: nezajàžljiv; Spanish: insaciable; Swedish: omättlig; Tocharian B: ontsoytte; Ukrainian: ненаситний