ἀκηδία
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
Ion. ἀκηδίη, ἡ, A = ἀκήδεια: indifference, torpor, apathy, Hp.Gland.12, Cic.Att.12.45. 2 weariness, exhaustion, Luc.Herm.77, D.C.Fr.73; πνεύματος LXX Is.61.3. 3 c. gen., neglect, disregard, τῆς παραφορῆς Aret.CA1.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Gland.12; -εία Diog.Oen.25.3.9, jón. -είη Emp.B 136, A.R.2.219
1 despreocupación, falta de cuidado, indiferencia νόοιο Emp.B 136, cf. A.R.2.219, 3.260, Diog.Oen.25.3.9, τῆς παραφορῆς Aret.CA 1.1.28
•en el sintagma ἐν ἀκηδίῃ sin atención ἄμφω δὲ ἐν ἀκηδίῃ καταγυιοῖ τὴν φύσιν ambas cosas, si no se les presta atención, debilitan la naturaleza Hp.Gland.12
•dejadez, apatía Cic.Att.290.1, Herm.Vis.3.11.3.
2 de un estado físico embotamiento, cansancio ἀ. καὶ κάματος Luc.Herm.77, ἀ. καὶ ὁ ἐκ τῆς ὁδοῦ κόπος Gr.Nyss.Ep.1.10
•entorpecimiento μετετρωπᾶτο παρειὰς ἐς χλόον, ἄλλοτ' ἔρευθος, ἀκηδείῃσι νόοιο sus mejillas se mudaban ya en pálidas, ya en rojas, por los desvíos de su razón A.R.3.298
•abatimiento στενωθεῖσα ὑπὸ ἀκηδίας Pall.V.Chrys.17.165.
3 angustia, objeto de preocupación, tristeza πνεῦμα ἀκηδίας ánimo triste LXX Is.61.3, οὔθ' ὑπὸ ἄλλης τινὸς ἀκηδίας ἐταλαιπώρησεν D.C.73.2
•desesperación Cyr.Al.M.73.504C.
4 descuido, acidia, pereza tentación especial de los eremitas ἀ. ἐστὶν ἀτονία τῆς ψυχῆς Nil.M.79.1157C.
Russian (Dvoretsky)
ἀκηδία: ἡ
1) беззаботность, беспечность Cic.;
2) пренебрежение к себе, самоотверженность Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηδία: Ἰων. -ίη, ἡ, = ἀκήδεια, ἀδιαφορία, ἀδράνεια, νάρκωσις ἐκ θλίψεως ἢ ἐξαντλήσεως, Ἱππ. 272, 39, Κικ. πρὸς Ἀττ. 12.45, Ἀρεταῖος, κτλ.
Greek Monolingual
ἀκηδία, η (AM)
στην Αρχαία Ελληνική και ἀκήδεια) ἀκηδής
1. αδιαφορία, αμεριμνησία, ολιγωρία, απάθεια
2. αθυμία
3. εξάντληση, εξασθένηση
μσν.
(Εκκλ.)
1. ψυχική νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία
2. άγχος, αγωνία
3. απελπισία
4. θλίψη
5. ψυχική κατάπτωση, πειρασμός του μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκηδής.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀκηδιῶ].
German (Pape)
ἡ, Sorglosigkeit, Cic. Att. 12.45; Vernachlässigung, Hippocr.; so ist es auch Luc. Hermot. 77 zu nehmen, wo ἀκ. καὶ κάματος zusammenstehen, Anstrengung, wobei man seinen Körper ganz vernachlässigt, wo also nicht an α intens. zu denken.