φίλημα

From LSJ
Revision as of 11:39, 5 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλημα Medium diacritics: φίλημα Low diacritics: φίλημα Capitals: ΦΙΛΗΜΑ
Transliteration A: phílēma Transliteration B: philēma Transliteration C: filima Beta Code: fi/lhma

English (LSJ)

[ῐ], ατος, τό, Dor. φίλαμα Mosch.1.5:—A kiss, A.Fr.135, X. Mem.1.3.12, etc.; φ. δοῦναι E.IA679,1238; φ. παρὰ γένυν τιθέντα σόν Id.Supp.1154; πατρὶ . . διὰ φιλημάτων ἰών Id.Andr.416; of kisses as prizes in a game, παίζωμεν περὶ φιλημάτων Pl.Com.46, cf. S.Fr.537, Eub.3.4; as a symbol of Christian love, 1 Ep.Cor.16.20. II pl., φιλήματα = cosmetics, Ach.Tat.2.38 (fort. φαρμάκων).

German (Pape)

[Seite 1277] τό, der Kuß; Aesch. frg. 121; Eur., δοῦναι I. A. 679, u. öfter; πατρὶ τῷ σῷ διὰ φιλημάτων ἰών Andr. 417; sp. D., wie Anacr. 15, 25, u. oft in der Anth.; auch in Prosa, Xen. Conv. 5, 7 Mem. 1, 3,8; φίλημα δοῦναι Nicophan. in B. A. 115.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
baiser.
Étymologie: φιλέω.

Russian (Dvoretsky)

φίλημα: ατος (ῐ) τό поцелуй Trag., Xen. etc.

Greek (Liddell-Scott)

φίλημα: Δωρ. φίλᾱμα, τό, ὡς καὶ νῦν, φίλημα, τῶν πυκνῶν φιλημάτων Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 135· κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος Σοφ. Ἀποσπ. 482, Εὐρ. Ἀνδρ. 416, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 8, κλπ.· φ. δοῦναι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 679, 1238· φ. παρὰ γένυν τιθέντα σὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1155 διὰ φιλημάτων ἰὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 417· ἴδε ἐν λέξ. φιλέω Ι. 4· ― ὡς σύμβολον τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ις΄, 20, Ἐκκλ.

English (Strong)

from φιλέω; a kiss: kiss.

English (Thayer)

φιληματος, τό, from Aeschylus down, a kiss (see φιλέω, 2): ἅγιον, the kiss with which, as a sign of fraternal affection, Christians were accustomed to welcome or dismiss their companions in the faith: φίλημα ἀγάπης, B. D., under the word Kiss; also Dict. of Christ. Antiq. under the word Kiss).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φίλαμα Α φιλώ
1. επαφή τών χειλιών σε μέρος του σώματος άλλου προσώπου ή ζώου ή και πράγματος, η οποία αποτελεί έκφραση έρωτα, πόθου, στοργής ή σεβασμού, ασπασμός, φιλί
2. εκκλ. ενέργεια που αποτελεί σύμβολο της χριστιανικής αγάπης
νεοελλ.
φρ. «είναι για φίλημα» — χρησιμοποιείται για πρόσωπο που ενθουσιάζει με το ωραίο παρουσιαστικό του ή την ευχάριστη συμπεριφορά του
αρχ.
στον πληθ. τὰ φιλήματα
καλλυντικά παρασκευάσματα.

Greek Monotonic

φίλημα: Δωρ. φίλᾱμα, -ατος, τό, φιλί, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

φίλημα, δοριξ φίλᾱμα, ατος, τό,
a kiss, Eur., Xen., etc.

Chinese

原文音譯:f⋯lhma 非累馬
詞類次數:名詞(7)
原文字根:喜愛(果效)
字義溯源:接吻(禮節),親吻,親嘴(問安);源自(φιλέω)=友愛),而 (φιλέω)出自(φίλος)*=親愛)
出現次數:總共(7);路(2);羅(1);林前(1);林後(1);帖前(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 親嘴(5) 路7:45; 羅16:16; 林前16:20; 林後13:12; 彼前5:14;
2) 親吻(1) 帖前5:26;
3) 用親嘴(1) 路22:48

English (Woodhouse)

kiss

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)