συσσιτέω

From LSJ
Revision as of 12:45, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσῑτέω Medium diacritics: συσσιτέω Low diacritics: συσσιτέω Capitals: ΣΥΣΣΙΤΕΩ
Transliteration A: syssitéō Transliteration B: syssiteō Transliteration C: syssiteo Beta Code: sussite/w

English (LSJ)

mess with, τινι Ar.Eq.1325 (anap.), Lys.13.79, Thphr. Char.10.3, etc.; μετ' ἀλλήλων Arist.Pol.1317b38:—Med., σ. ἀλλήλοις Philostr.Her.2.3: abs. in plural, mess together, συσσιτοῦμεν . . ἐγώ τε καὶ Μελησίας Pl.La.179b, cf. Smp.219e, D.19.191.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
manger avec;
Moy. συσσιτέομαι, συσσιτοῦμαι m. sign.
Étymologie: σύσσιτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσσῑτέω Att. ook ξυσσῑτέω [σύσσιτος] milit. gezamenlijk de maaltijd gebruiken.

German (Pape)

[ῑ], zusammen speisen, essen, τινί, Ar. Eq. 1322; Lys. 13.79; Plat. συσσιτοῦμεν ἐγώ τε καὶ μελησίας ὅδε, Lach. 179b, und öfter; Din. 2.9 und Folgde.

Russian (Dvoretsky)

συσσῑτέω: есть вместе, питаться за общим столом (τινι Lys., Arph.; μετά τινος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συσσῑτέω: σιτοῦμαι, τρέφομαι ὁμοῦ, συνδιαιτῶμαι, συνεσθίω, συντρώγω, τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1325, Λυσί. 137. 18, κτλ.· μετ’ ἀλλήλων Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 2, 7· οὕτως ἐν τῷ μέσ., σ. ἀλλήλοις Φιλόστρ. 675· - ἀπολ., ἐν τῷ πληθ., συσσιτοῦμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας Πλάτ. Λάχ. 179, πρβλ. Συμπ. 219Ε, Δημ. 401. 1.

Greek Monotonic

συσσῑτέω: μέλ. -ήσω, σιτίζομαι, τρέφομαι από κοινού, συντρώγω, συνδιαιτώμαι, τινί, σε Αριστοφ.· απόλ., στον πληθ., τρέφομαι από κοινού, σε Πλάτ., Δημ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to mess with, τινί Ar.:—absol. in plural to mess together, Plat., Dem.