ἀγάπη
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
English (LSJ)
ἡ,
A love, LXX Je.2.2, Ca.2.7, al.; ἀ. καὶ μῖσος Ec.9.1; dub. l. in PBerol.9859 (ii B. C.), Phld.Lib.p.52 O; of the love of husband and wife, Sch.Ptol.Tetr.52. 2 esp. love of God for man and of man for God, LXX Wi.3.9, Aristeas 229; φόβος καὶ ἀ. Ph.1.283, cf. Ep.Rom.5.8, 2 Ep.Cor.5.14, Ev.Luc.11.42, al.:—also brotherly love, charity, 1 Ep.Cor.13.1, al. II in pl., love-feast, 2 Ep.Pet. 2.13, Ep.Jud.12. III alms, charity, PGen.14 (iv/v A. D.). IV ἀγάπη θεῶν, title of Isis, POxy.1380.109 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 9] ἡ, Liebe, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάπη: ἡ, φιλικὴ πρός τινα διάθεσις, ἀγ. καὶ μῖσος, Ο΄. (Ἐκκλ. θ΄ 1 κ. ἀλλ.)· ἰδίως, ἀδελφικὴ ἀγάπη, Κορινθ. Α΄, ιγ΄, 1 ἑξ., καὶ ἀλλ.· ἡ στοργὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν, Φίλων. 1. 283, Ῥωμ. ε΄, 8, Κορ. Β΄, ε΄, 14, Εὐαγ. Λουκ. ια΄, 42, καὶ ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἀντικείμενον τῆς ἀγάπης τινός, Ο΄. (ᾎσμ. β΄, 7). ΙΙΙ. πληθ. ἀγάπης συμπόσιον, γινόμενον μεταξὺ τῶν πρώτων Χριστιανῶν, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 13, Ἐπ. Ἰούδ. 12. Τὸ ὄνομα ἀπαντᾷ πρῶτον παρὰ τοῖς Ο΄, καὶ ἐν τοῖς ἱεροῖς συγγραφεῦσιν, ἂν καὶ τὰ ἀγαπάζω, ἀγαπάω καὶ τὰ ἐξ αὐτῶν παράγωγ. εἶναι συχνὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. (Τὸ συμπόσιον τῶν πιστῶν κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους τοῦ χριστιανισμοῦ· ἁγ. Ἰγν. ἐπιστ. πρὸς Σμυρναίους ἀρ. 8· οὐκ ἐξόν ἐστιν χωρὶς τοῦ ἐπισκόπου οὔτε βαπτίζειν οὔτε ἀγάπην ποιεῖν. Ἐν τῇ ἐν Λαοδικ. Συν. καν. 27 καὶ καν. 28, οὐ δεῖ ἐν τοῖς κυριακοῖς ἢ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τὰ λεγομένας ἀγάπας ποιεῖν. Εἶτα ἐν τῇ Ἐκκλ. γλωσ. = φίλημα, καὶ μετὰ τὸ δοθῆναι τὴν ἀγάπην· πρβλ. Συμ. Θεσσ. εἶτα τὴν ἀρχιερατικὴν δεξιάν ... καὶ ἔτι τὴν παρειὰν διὰ τὴν θείαν ἀγάπην).