μηδέποτε

From LSJ
Revision as of 11:45, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδέποτε Medium diacritics: μηδέποτε Low diacritics: μηδέποτε Capitals: ΜΗΔΕΠΟΤΕ
Transliteration A: mēdépote Transliteration B: mēdepote Transliteration C: midepote Beta Code: mhde/pote

English (LSJ)

Dor. μηδέ-ποκα ib.22.1126.11 (Amphict. Delph., iv B.C.): Adv.:—A never, with pres. and past tenses, as well as fut., Ar.Pl.1000, Pl.Prt.315b. II μηδέ ποτε and never, Hes.Op.717, 744, A.Pr.1073 (anap.).

German (Pape)

[Seite 170] niemals, Plat. Prot. 315 b u. öfter, μηδέποτ' εἴπῃς, sage niemals, Theaet. 151 d; vgl. Lob. zu Phryn. 458; – getrennt μηδέ ποτε, nachdrücklicher, auch niemals, Hes. O. 719. 746.

French (Bailly abrégé)

adv.
jamais, et jamais.
Étymologie: μηδέ, ποτέ.

Russian (Dvoretsky)

μηδέποτε: adv., тж. раздельно
1 (и) никогда, ни разу: μ. ἀναμένειν Xen. никогда не медлить;
2 (усиленное) не, ни в коем случае не: μ. εἴπῃς Plat. ни в коем случае не говори.

Greek (Liddell-Scott)

μηδέποτε: ἐπίρρ. μετ’ ἐνεστ. καὶ παρῳχημένων χρόνων ὡς καὶ μετὰ μέλλοντος, ἔρειδε, μὴ παύσαιο μηδέποτ’ ἐσθίων Ἀριστοφ. Εἰρ. 31· ὡς ηὐλαβοῦντο μηδέποτε ἐμποδὼν ἐν τῷ ἔμπροσθεν εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 315Β, κτλ.· ἴδε οὐδέποτε. ΙΙ. μηδέ ποτε, μηδέ ποτ’ οὐλομένην πενίην θυμοφθόρον ἀνδρὶ τέτλαθ’ ὀνειδίζειν, μηδὲ ὀνείδιζέ ποτε κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 715, 742.

English (Strong)

from μηδέ and ποτέ; not even ever: never.

Greek Monolingual

(ΑΜ μηδέποτε και μηδέ ποτε, Α δωρ. τ. μηδέποκα, Μ και μηδεποτέ)
επίρρ. ποτέ μέχρι τώρα, καμιά φορά, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτεπάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς έπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα», ΚΔ)
νεοελλ.-μσν.
κι ούτε ποτέ, και ποτέ
αρχ.
(το μηδέ ποτε είναι εντονότερο, με μεγαλύτερη έμφαση) σε καμία απολύτως περίπτωσημηδέ ποθ' εἴπηθ' ὡς Ζεύς ὑμᾱς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + ποτέ (πρβλ. ουδέποτε)].

Greek Monotonic

μηδέποτε: επίρρ.,
I. ποτέ, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
II. μηδέ ποτε, και ποτέ, σε Ησίοδ.

Middle Liddell


I. never, Ar., Plat., etc.
II. μηδέ ποτε and never, Hes.

Chinese

原文音譯:mhdšpote 姆-得-坡-帖
詞類次數:副詞(1)
原文字根:不-尚-?這-此外
字義溯源:永不,總不,從未,終不,終久不;由(μηδέ)=若不然)與(ποτέ)=同時)組成;其中 (μηδέ)由(μή / μήγε / μήπου)*=否定)與(δέ)*=但)組成;而 (ποτέ)卻由(πού)=大約,某處)與(τέ)*=雙方)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 終久不(1) 提後3:7