ἀναλγησία
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ἡ, want of feeling, insensibility, Democr.193, D.18.35, Arist.EN1100b32, Ph.2.318.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I carencia de dolor, Ep.Lugd. en Eus.HE 5.1.19.
II 1insensibilidad, impasibilidad ante la desgracia, Arist.EN 1100b32, cf. EE 1220b38
•indolencia Archyt.Fr.Sp.8 (2, p.121)
•ante el dolor ajeno carencia de sentimientos, crueldad Ph.2.318, Plu.2.445a.
2 falta de sentido común, insensatez op. φρόνησις Democr.B 193, τῶν Θηβαίων D.18.35.
German (Pape)
[Seite 195] ἡ, Unempfindlichkeit geg. den Schmerz. übh. Stumpfsinn, wie ἀναισθ ησία, Θηβαίων ἀν. καὶ βαρύτης Dem. 18, 35; Arist. Nicom. 1, 10; vgl. Luc. Nigr. 30; Plut. Poplic. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
insensibilité.
Étymologie: ἀνάλγητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλγησία: ἡ
1 бесчувственность, невосприимчивость Arst., Plut., Luc.;
2 тупоумие, ограниченность (ἀ. καὶ βαρύτης Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλγησία: ἡ, ἀναισθησία, νωθρία, ἀδιαφορία, Δημ. 237. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12.
Greek Monolingual
η (Α ἀναλγησία) ἀνάλγητος
έλλειψη αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, αναισθησία στον πόνο
νεοελλ.
1. ασπλαχνία, απονιά, απάθεια
αρχ.
αμβλύτητα πνεύματος, νωθρότητα.
Greek Monotonic
ἀναλγησία: ἡ, έλλειψη αισθήματος, αναισθησία, νωθρία, αδιαφορία, σε Δημ.
Middle Liddell
[from ἀνάλγητος
want of feeling, insensibility, Dem.