ἐννυχεύω
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
A to sleep in or on, τῷ σηκῷ Plu.2.434e: metaph., Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις S.Ant.784 (lyr.). II sink, of a star, Babr.124.16.
Spanish (DGE)
1 pasar la noche, pernoctar c. dat. de lugar τῷ σηκῷ Plu.2.434e, τῇ γῇ Philostr.Her.72.5, c. rég. prep. ἐπὶ τοῦ κολωνοῦ τοῦ Ἀχιλλέως Philostr.VA 4.11, ὑπ' αὐτῷ (λίνῳ) ref. la vestimenta pitagórica, Philostr.VA 8.7 (p.309), fig. Ἔρως ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις S.Ant.784.
2 pasar la noche en vela ἐννυχεύσας ἐνεδύσατο ἐσθῆτα εὐτελῆ A.Thom.A 101.
3 irse a dormir fig. de un astro ponerse πῶς γνώσῃ πότ' ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων; Babr.124.16.
German (Pape)
[Seite 848] darin übernachten; τῇ σηκῷ Plut. def. or. 45; a. Sp., wie Babr. 124, 16. Bei Soph. Ant. 780 ch., Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις, der du auf den zarten Wangen verweilst, thronst.
French (Bailly abrégé)
1 passer la nuit dans, τινι;
2 passer la nuit ou reposer sur, τινι;
3 accomplir sa course pendant la nuit en parl. d'une étoile.
Étymologie: ἔννυχος.
Russian (Dvoretsky)
ἐννῠχεύω: (где-л.)
1 проводить ночь, ночевать (τῷ σηκῷ Plut.);
2 покоиться (ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος Soph.);
3 (о звездах), совершать ночной путь Babr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννῠχεύω: διέρχομαι τὴν νύκτα ἔν τινι τόπῳ, ἐννυκτερεύω, τῷ σηκῷ Πλούτ. 2. 434D· μεταφ., Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις Σοφ. Ἀντ. 784, ἴδε σημ. Jebb. καὶ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατ. (ᾨδ. 4. 13, 8) excubat in genis. ΙΙ. ἐπὶ ἀστέρος ἢ ἀστερισμοῦ, δύνω, πότ’ ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων; Αἰσώπου Μῦθοι 341 ἔκδ. Ἁλμίου, 413 ἔκδ. Κοραῆ.
Greek Monolingual
ἐννυχεύω (Α) έννυχος
1. διανυκτερεύω, κοιμάμαι κάπου
2. μτφ. διαμένω, διατρίβω κάπου («Ἔρως ὅς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», Σοφ.)
3. (για αστέρια) δύω, δύνω («πότ' ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων», Αίσωπ.).
Greek Monotonic
ἐννῠχεύω: μέλ. -σω, περνώ τη νύχτα κάπου, διανυκτερεύω, σε Σοφ.