Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαραρίσκω

From LSJ
Revision as of 12:40, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τί τιν" to "τί τιν")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰρᾰρίσκω Medium diacritics: ἐπαραρίσκω Low diacritics: επαραρίσκω Capitals: ΕΠΑΡΑΡΙΣΚΩ
Transliteration A: epararískō Transliteration B: eparariskō Transliteration C: epararisko Beta Code: e)parari/skw

English (LSJ)

aor. 1 ἐπαρῆρσα: aor. 2 ἐπαρήρᾰρον:—
A fit to or fit upon, fasten, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν = fit on or fit to the posts, Il.14.167; ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν h.Merc.50.
II intr. in Ion. pf. ἐπάρηρα [ᾰρ], plpf. ἐπαρήρειν:—fit tight or fit exactly, μία δὲ κληῒ ἐπαρήρει = a cross-bolt was fitted therein, Il.12.456; part. ἐπαρηρώς, ἐπαρηρυῖα, ἐπαρηρός, = close-fitting, well fixed, εὖ ἐπαρηρὼς ποσσίν = firm on his feet, Arat.83: also ἐπάρμενος, ἐπάρμενη, ἐπάρμενον, Ep. aor. part. Pass., well-fitted, prepared, ready, βίον, ὅπλα, Hes. Op.601, 627:—also in form ἐφάρμενος, suited, c. dat., Nonn.D.12.35.

French (Bailly abrégé)

prés. inus, auquel on rattache qqf les formes d’ao. ἐπῆρσα, de pf. ἐπάρησα et d’ao.2 Moy. sync. ἐπάρμενος;
1 tr. ajuster ou fixer à ou sur : τί τινι une chose à ou sur une autre;
2 intr. (au pf., au pqp. 3ᵉ sg. ἐπαρήρει et au part. ao.2 Moy. poét. ἐπάρμενος) être bien ajusté.
Étymologie: ἐπί, ἀραρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαραρίσκω: (aor. 1 ἐπῆρσα, pf. ἐπάρηρα, aor. 2 med. sync. ἐπάρμενος; для неперех. знач.: pf. ἐπάρηρα, ppf. ἐπαρήρειν)
1 прилаживать, приделывать, прикреплять (θύρας σταθμοῖσιν Hom.);
2 быть прилаженным, укрепленным (μία κληῒς ἐπαρήρει Hom.): ὅπλα ἐπάρμενα Hes. прочные снасти: ἐπάρμενος βίος Hes. заготовленные съестные припасы.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαραρίσκω: μέλλ. ἐπάρσω: ἀόρ. β΄ -ήρᾰρον, ἀόρ. α΄ ἐπῆρσα. Προσαρμόζω εἴς τι ἢ ἐπί τινος, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν, «τοῖς παραστάσιν ἐφήρμοσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 167· ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 50. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ Ἰων. πρκμ. ἐπάρηρα, ὑπερσ. ἐπαρήρειν, προσαρμόζομαι καλῶς ἢ ἀκριβῶς, μία δὲ κληΐς ἐπᾰρήρει, «ἐφηρμόζετο, ἐπέκειτο», Ἰλ. Μ. 456· μετοχ. ἐπαρηρώς, -υῖα, -ός, καλῶς ἡρμοσμένος, ἐστηριγμένος, ποσσὶν ἐπαρηρὼς Ἄρατ. 83· ὡσαύτως ἐπάρμενος, -η, -ον, Ἐπικ. συγκεκομ. μετοχ. παθ. ἀορ., καλῶς προσηρμοσμένος, καλῶς παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 599, 625.

English (Autenrieth)

aor. 1 ἐπῆρσε, plup. ἐπαρήρει: trans. (aor. 1), fit to (τινί τι), Il. 14.167, 339; intr. (plup.), fit in, Il. 12.456.

Greek Monolingual

ἐπαραρίσκω (AM)
1. αρμόζω, προσαρμόζω καλά πάνω σε κάτι
2. παρασκευάζω, κατασκευάζω
αρχ.
1. στηρίζω κάτι κάπου, προσαρμόζω κάπου («πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν», Ομ. Ιλ.)
2. (μτχ. παρακμ.) ἐπαρηρώς, -υīa, -ός
καλά στηριγμένος, προσαρμοσμένος
(«ευ ἐπαρηρῶς ποσσίν» — στεκόμενος καλά όρθιος στα πόδια του). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αραρίσκω «ταιριάζω, προσαρμόζω»].

Greek Monotonic

ἐπαραρίσκω: μέλ. -άρσω, αόρ. -ήρᾰρον·
I. προσαρμόζω πάνω σε, δένω σε, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμτβ., σε Ιων. παρακ. ἐπάρηρα, υπερσ. ἐπαρήρειν, προσαρμόζομαι σφιχτά ή ακριβώς, είμαι εφαρμοσμένος, στηριγμένος, προσαρμοσμένος πάνω σε κάτι, στο ίδ.· ἐπάρμενος, , -ον, μτχ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ, έτοιμος, προετοιμασμένος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

fut. -άρσω aor. -ήρᾰρον
I. to fit to or upon, fasten to, τί τινι Il.
II. intr. in ionic perf. ἐπάρηρα, plup. ἐπαρήρειν, to fit tight or exactly, to be fitted therein, Il.: ἐπάρμενος, η, ον, epic aor2 pass. part. prepared, Hes.