νᾶμα

From LSJ
Revision as of 10:48, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾶμα Medium diacritics: νᾶμα Low diacritics: νάμα Capitals: ΝΑΜΑ
Transliteration A: nâma Transliteration B: nama Transliteration C: nama Beta Code: na=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (νάω) A anything flowing, running water, stream, spring, ν. Μναμοσύνας cj. in Simon.45, cf. A.Pr.806, S.Ant.1130 (lyr.); Κασταλίδος νάματα Pae.Delph.1.6; δακρύων θερμὰ ν. S.Tr.919; νάματ' ὄσσων E.HF625; ν. πυρός Id.Med.1187; ν. Βάκχιον Ar.Ec.14; μὰ νάματα Antiph.296 ( = Timocl.38); ν. θυγατέρων ταύρων, i.e. honey, Ph. Tars. ap. Gal.13.269; φλέγματος, χολῆς ν., Philostr.Gym.42: freq. in Pl., as κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα Criti.111d: metaph., λόγων ν. Ti.75e. 2 wooden conduit, Hsch. II νάματα· προβολαί, Id.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
propr. ce qui coule :
1 courant d'eau, source, ruisseau;
2 épanchement de larmes.
Étymologie: νάω.

Russian (Dvoretsky)

νᾶμα: ατος (νᾱ) τό
1 источник, ключ (Κασταλίας Soph.; Δίρκης Eur.): ν. ποτάμιον Eur. ручей, река;
2 перен. струя, поток (λόγων Plat.; δακρύων Soph.; πυρός Eur.);
3 влага, вода (κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

νᾶμα: τό, (νάω) πᾶν τὸ ῥέον, ὕδωρ, ποταμός, ῥύαξ, πηγή, Αἰσχύλ. Πρ. 805, Σοφ. Ἀντ. 1130· ν. δακρύων ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 919· νάματ’ ὄσσων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 625· ν. πυρὸς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1187· ν. Βάκχιον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 14· συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ μεταφορ., λόγων ν. Τίμ. 75Ε. - Ἐκκλ., ὁ οἶνος ᾧ χρῶνται οἱ ἱερουργοῦντες ἐν τῇ θεία μεταλήψει, Ψευδο-Χρυσ. XII, 778C, K. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 134, 25.

Greek Monolingual

και ανάμα, το (ΑΜ νᾱμα, Μ και νᾱμαν)
νερό που αναβλύζει από πηγή (α. «να γεμίζουν εν αγγείον νερόν... από το πλούσιον νάμα του Προφήτου Ηλιού», Παπαδιαμ.
β. «Κασταλίας τε νᾱμα», Σοφ.)
2. (κατ' επέκτ.) πηγή, βρύση
3. (γενικά) οτιδήποτε ρέει ή χύνεται, ρεύμα, υγρό (α. «νᾱμα παμφάγου πυρός», Ευρ.
β. «θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας», Μηναί
γ. «τα νάματα της παιδείας»)
(νεοελλ.-μσν.) το κόκκινο και γλυκό κρασί που προορίζεται για τη θεία μετάληψη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) α) «ξύλινος ὀχετός»
β) «νάματα
προβολαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάω «ρέω». Ο τ. νᾶμα (που εμφανίζει ᾱ μακρό) ανάγεται πιθ. σε ναFεμα, ενώ κατ' άλλη άποψη ο τ. < νάμα ή νάημα, κατ' αναλογίαν προς τα νάτωρ και νᾶρος].

Greek Monotonic

νᾶμα: -ατος, τό (νάω), οτιδήποτε ρέει, τρεχούμενο νερό, ποταμός, ρεύμα νερού, ρυάκι, σε Τραγ., Πλάτ.

Middle Liddell

νᾶμα, ατος, τό, [νάω]
anything flowing, running water, a river, stream, Trag., Plat.

English (Woodhouse)

spring, flood of tears, flow of tears, shower of tears, stream of tears

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καθετί πού τρέχει, πηγή, ρυάκι). Ἀπό τό νάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

German (Pape)

τό, das Fließende, der Quell, das Naß; Aesch. Prom. 808; Κασταλίας, Soph. Ant. 1117; Δίρκης, Eur. Phoen. 102; ποτάμιον, Cycl. 98; auch πυρός, Med. 1187; von den Tränen, δακρύων ῥήξασα θερμὰ νάματα, Soph. Tr. 915; ὄσσων Eur. Herc.Fur. 625; νᾶμα βάκχιον, Ar. Eccl. 14 und sp.D., wie νᾶμα Βρομίου, Anacr. 44.11; und in Prosa, wie Plat. ἄφθονα κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα, Critia. 111d; τὰ ἐκ Διὸς ἰόντα νάματα, Regen, Legg. VIII.844b; und übertragen, τὸ λόγων νᾶμα κάλλιστον καὶ ἄριστον πάντων ναμάτων, Tim. 75e; ἐξ ἀλλοτρίων ποθὲν ναμάτων διὰ τῆς ἀκοῆς πεπληρῶσθαι, Phaedr. 235c; Sp., Luc. Herm. 60; Plut. öfter.