τροχάζω
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
(τρέχω) run quickly, Hdt.9.66, X.An.7.3.46, etc.; τ. στάδια πλείω Σωτάδου Philetaer.3; ἵπποις τ., of a charioteer, E.Hel. 724; of a horse, Arist.HA604b12; τ. ἐν τοῖς ὅπλοις Plb.10.20.2; τὸν μακρὸν τ. δρόμον Inscr.Prien.112.111 (i B. C.); τροχάσαι τὴν λαμπάδα run the torch-race, OGI764.54 (Pergam., ii B. C.); make a forced march, App.BC3.88; Astrol., of the moon, τὰ μεγάλα, τὰ μείζονα, τὰ ἥττονα τ., Gal.19.556,562; ἐπὶ τὰ μείζονα τ. ibid.—The Verb was rejected by the Atticists, AB114.
French (Bailly abrégé)
courir.
Étymologie: τρόχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροχάζω [τρέχω] snel lopen, snel rijden.
German (Pape)
= τρέχω, laufen, rennen; τετραόροις ἵπποις τροχάζων Eur. Hel. 730; Her. 9.66; Xen. Cyr. 2.4.3; Sp., wie Anacr. 28.1; Babr. 50.2; Lobeck Phryn. p. 582; B.A. 114; τροχάζειν ἐν τοῖς ὅπλοις, von Waffenübungen, Pol. 10.20.2.
Russian (Dvoretsky)
τροχάζω: бегать, бежать, мчаться Her., Eur., Xen. etc.
Greek Monolingual
ΝΜΑ τροχός ή τρόχος]
(για άλογο) πηγαίνω με τροχασμό
μσν.-αρχ.
τρέχω
αρχ.
1. βαδίζω γρήγορα, τρέχω
2. φρ. α) «τροχάζω ἐν τοῖς ὅπλοις» — κάνω οπλασκία (Πολ.)
β) «τροχάζω τήν λαμπάδα» — τρέχω σε λαμπαδηδοδρομία.
Greek Monotonic
τροχάζω: μέλ. τροχάσω, (τροχός) τρέχω σαν τροχός, τρέχω μπροστά, τρέχω γρήγορα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· τροχάζω ἵπποις, λέγεται για αρματηλάτη, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
τροχάζω: (τροχὸς) τρέχω ὡς τροχός, τρέχω ἐμπρός, ταχέως, Ἡρόδ. 9. 66, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 46, κλπ.· κἂν δῇ, τροχάζω στάδια πλείω Σωτάδου Φιλέταιρος ἐν «Ἀταλάντῃ» 1· τρ. ἵπποις, ἐπὶ ἁρματηλάτου, Εὐρ. Ἑλ. 724· ἐπὶ ἵππου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4· τρ. ἐν τοῖς ὅπλοις Πολύβ. 10. 20, 2. - Μέσ. παρ’ Εὐστ. Πονημ. 245. 67. - Τὸ ῥῆμα τοῦτο ἀπεδοκίμαζον οἱ ἀττικίζοντες, Λοβ. εἰς Φρύν. 582.
Middle Liddell
τροχάζω, fut. -σω τροχός
to run like a wheel, to run along, run quickly, Hdt., Xen., etc.; τρ. ἵπποις, of a charioteer, Eur.