παιδοποιός
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
όν, A begetting or bearing children, δάμαρ E. Andr.4, cf. J.AJ4.8.23; π. ἁδονά E.Ph.338 (lyr.). 2 generative, σπέρμα Hdt.6.68.
German (Pape)
[Seite 441] Kinder zeugend; σπέρμα, Her. 6, 68; δάμαρ, Eur. Andr. 4; ἁδονά, Phoen. 340; συμφορά, Rhes. 980; σπέρμα, Her. 6, 68; Sp., wie Plut. Aem. Paul. 5; σῶμα, Ael. H. A. 17, 42.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui engendre des enfants.
Étymologie: παῖς, ποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδοποιός -όν [παῖς, ποιέω] kinderen voortbrengend.
Russian (Dvoretsky)
παιδοποιός:
1 способный производить потомство, могущий оплодотворять (σπέρμα Her.);
2 рождающий детей (δάμαρ Eur.; γυνή Plut.);
3 связанный с деторождением (ἁδονά Eur.).
Greek Monolingual
παιδοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που γεννά παιδιά
2. (για το σπέρμα) γόνιμος, γεννητικός («ὡς Ἀρίστωνα σπέρμα παιδοποιὸν οὐκ ἐνῆν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -ποιός].
Greek Monotonic
παιδοποιός: -όν (ποιέω)·
1. αυτός που κάνει ή γεννάει παιδιά, σε Ευρ.
2. γεννητικός, παραγωγικός, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, παράγων, γεννῶν παιδία, δάμαρ Εὐρ. Ἀνδρ. 4· ἡδονὴ παιδ. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 338. 2) γεννητικός, σπέρμα Ἡρόδ. 6. 68.
Middle Liddell
παιδο-ποιός, όν ποιέω
1. begetting or bearing children, Eur.
2. generative, Hdt.