πιθηκισμός

From LSJ
Revision as of 19:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθηκισμός Medium diacritics: πιθηκισμός Low diacritics: πιθηκισμός Capitals: ΠΙΘΗΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: pithēkismós Transliteration B: pithēkismos Transliteration C: pithikismos Beta Code: piqhkismo/s

English (LSJ)

ὁ, playing the ape, playing monkey-tricks, Ar.Eq.887, M.Ant.9.37.

German (Pape)

[Seite 613] ὁ, äffisches, affenhaftes Betragen, z. B. des Schmeichlers, Ar. Equ. 884 u. Sp., wie M. Ant. 9, 37, in B. A. 60 πανουργία erklärt.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
singerie, cajolerie, ruse.
Étymologie: πίθηκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιθηκισμός -οῦ, ὁ [πιθηκίζω] apenstreek.

Russian (Dvoretsky)

πῐθηκισμός:обезьяньи штучки, лукавство Arph.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ πιθηκίζω
η πράξη του πιθηκίζω, η μίμηση τών τρόπων του πιθήκου, η ευτελής κολακεία, ο μαϊμουδισμός («οἵοις πιθηκισμοῖς με περιελαύνεις», Αριστοφ.)
μσν.
(για βάπτισμα έξω της Εκκλησίας) διακωμώδηση, νόθα μίμηση του χριστιανικού βαπτίσματος.

Greek Monotonic

πῐθηκισμός: ὁ, αναπαράσταση του πιθήκου, μίμηση των τρόπων του πιθήκου, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθηκισμός: ὁ, τὸ πιθηκίζεσθαι, μιμεῖσθαι τοὺς τρόπους τοῦ πιθήκου, ὡς ποιοῦσιν οἱ κόλακες, Ἀριστοφ. Ἱππ. 887, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 9. 37.

Middle Liddell

πῐθηκισμός, οῦ, ὁ,
a playing the ape, playing monkey's tricks, Ar. [from πῐ́θηκος]