πολυνεικής
English (LSJ)
ές, much-wrangling, Id.Th.830 (anap.): freq. as pr. n. Πολυνείκης, ὁ, on which the Trag. are fond of playing, ib.578,658, al.
German (Pape)
[Seite 667] ές, viel streitend, Aesch. Spt. 812.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime les querelles.
Étymologie: πολύς, νεῖκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυνεικής -ές [πολύς, νεῖκος] twistziek.
Russian (Dvoretsky)
πολυνεικής: любящий ссоры, воинственный (πολέμαρχοι Aesch.).
Greek Monolingual
-ές, και ως κύριο όν. Πολυνείκης, ό Α
1. ο πολύ εριστικός
2. ως κύριο όν. Πολυνείκης
γιος του Οιδίποδος και της Ιοκάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νεικής (< νεῖκος, τὸ «έριδα, φιλονικία»), πρβλ. αμφι-νεικής].
Greek Monotonic
πολῠνεικής: -ές (νεῖκος), αυτός που είναι πολύ εριστικός, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠνεικής: -ές, ὁ πολὺ ἐριστικός, φιλόνεικος, φίλερις, Αἰσχύλ. Θήβ. 830· ― συχν. ὡς κύριον ὄνομα, Πολυνείκης, ὁ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὀνόματος οἱ τραγικοὶ ἀγαπῶσι νὰ παίζωσιν ἐτυμολογοῦντες αὐτό, αὐτόθι 658 κ. ἀλλ.