παντάλας
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
[τᾰ], αινα, an, all-wretched, E.Andr.140, Hec.667 (both lyr.); παντάλαν' ἄχη A.Pers.638 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 462] αινα, αν, ganz, sehr unglücklich; παντάλαν' ἄχη, Aesch. Pers. 629; fem., Eur. Andr. 140.
French (Bailly abrégé)
άλαινα, άλαν;
tout à fait infortuné.
Étymologie: πᾶν, τάλας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντάλας -αινα -αν [πᾶς, τάλας] zeer ongelukkig.
Russian (Dvoretsky)
παντάλᾱς: παντάλαινα, παντάλᾰν (τᾰ)
1 несчастнейший (sc. Ἑκάβη Eur.);
2 ужаснейший (ἄχη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
παντάλᾱς: -αινα, ᾰν, ὅλως δυστυχής, πανάθλιος, Εὐρ. Ἀνδρ. 140, Ἑκ. 667˙ παντάλαν’ ἄχη Αἰσχύλ. Πέρσ. 638.
Greek Monolingual
-αινα, -αν, Α
πανάθλιος, δυστυχέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ- + τάλας «δυστυχής»].
Greek Monotonic
παντάλᾱς: -αινα, -αν, πανάθλιος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
all-wretched, Aesch., Eur.