δωδεκάπαλαι
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
Adv. twelve times πάλαι, ever so long ago, Ar.Eq.1154; cf. δεκάπαλαι, μυριόπαλαι.
Spanish (DGE)
adv. durante un tiempo doce veces viejo e.d. hace muchísimo tiempo δεκάπαλαι γε καὶ δ. καὶ χιλιόπαλαι Ar.Eq.1154.
German (Pape)
[Seite 694] vor zwölfmal langer Zeit, Ar. Equ. 1150, in komischer Steigerung.
French (Bailly abrégé)
adv.
depuis des siècles.
Étymologie: δώδεκα, πάλαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωδεκάπαλαι [δώδεκα, πάλαι] komische woordvorming, twaalf keer allang, ‘supersuperlang’.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάπαλαι: adv. шутл. давным-давным-давно Arph.
Greek Monolingual
δωδεκάπαλαι επίρρ. (Α)
δώδεκα φορές πιο παλιά, πριν από πολύ καιρό.
Greek Monotonic
δωδεκάπᾰλαι: επίρρ., δώδεκα φορές πριν, τόσο παλιά, προ πολλού, από πολύ παλλιά, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάπᾰλαι: ἐπίρρ., δωδεκάκις πάλαι, πρὸ πλείστου ὅσου χρόνου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1154· πρβλ. δεκάπαλαι, μυριόπαλαι.