οἶκόνδε

From LSJ
Revision as of 12:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶκόνδε Medium diacritics: οἶκόνδε Low diacritics: οίκόνδε Capitals: ΟΙΚΟΝΔΕ
Transliteration A: oîkónde Transliteration B: oikonde Transliteration C: oikonde Beta Code: oi)=ko/nde

English (LSJ)

(better οἶκον δέ A.D.Adv.177.27), Ep. Adv., A = οἴκαδε, Il. 1.606, al., Hes.Op.554; οἶκόνδε ἄγειν = bring home, of a bride, Od.6.159, cf. 11.410. 2 to the women's chamber,1.360.

French (Bailly abrégé)

adv. avec mouv.
1 à la maison;
2 dans l'appartement des femmes;
3 dans le pays, dans la patrie.
Étymologie: οἶκος, -δε.

German (Pape)

οἴκαδε, nach Hause, in die Heimat, heimwärts; οἶκόνδε φεύξονται, Il. 2.158, öfter; οἶκόνδε καλέσσας, ins Haus, Od. 11.410; einzeln bei sp.D.

Russian (Dvoretsky)

οἶκόνδε: adv. Hom., Hes. = οἴκαδε.

Greek (Liddell-Scott)

οἶκόνδε: Ἐπικ. ἐπίρρ. = οἴκαδε, Ὅμ., κ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 552· οἶκόνδε ἄγειν, ἄγειν εἰς τὸν οἶκον, ἐπὶ νύμφης, Ὀδ. Ζ. 159, πρβλ. Λ. 410.

English (Autenrieth)

home, homeward, into the house, to the women's apartment, Od. 1.360, Od. 21.354.

Greek Monolingual

οἶκόνδε (Α)
επίρρ.
1. προς την πατρίδα ή προς το σπίτι (α. «οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἰκόνδε ἕκαστος», Ομ. Ιλ.
β. «οἶκόνδε ἄγω» — οδηγώ τη νύφη στο σπίτι, Ομ. Οδ.)
2. στο δωμάτιο τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. μυχόν-δε). Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή woikode = Foικονδε].

Middle Liddell

[epic adv., = οἴκαδε, Hom., Hes.]