καλυπτός

From LSJ
Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλυπτός Medium diacritics: καλυπτός Low diacritics: καλυπτός Capitals: ΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: kalyptós Transliteration B: kalyptos Transliteration C: kalyptos Beta Code: kalupto/s

English (LSJ)

καλυπτή, καλυπτόν,
A covered, S.Fr.534.4 (anap.), Ar.Th.890, Arist. Fr.308; τεύτλῳ περὶ σῶμα κ. Eub.35.
II (from καλύπτω ΙΙ) put round so as to cover, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς from the enfolding fat, S.Ant.1011.

German (Pape)

[Seite 1315] adj. verb. zu καλύπτω, verhüllt, verdeckt, φάρει καλ. Ar. Th. 890; μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, fielen aus der Umhüllung des Fettes, aus dem umgewickelten Fette, Soph. Ant. 908.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 couvert de, τινι;
2 qui recouvre.
Étymologie: adj. verb. de καλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλυπτός -ή -όν [καλύπτω] omhuld. omhullend:. καλυπτῆς... πιμελῆς het vet dat (de schenkelstukken) omhulde Soph. Ant. 1011.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλυπτός:
1 закрытый, окутанный (φάρει Arph.);
2 закрывающий, покрывающий: καλυπτὴ πιμελή Soph. обволакивающий (члены жертвенного животного) жир.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καλυπτός, -ή, -όν) καλύπτω
καλυμμένος, σκεπασμένος («φάρει καλυπτός», Αριστοφ.)
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να καλυφθεί
αρχ.
αυτός που τοποθετείται ή που περιτυλίγεται με τρόπο ώστε να καλύπτει.

Greek Monotonic

κᾰλυπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του καλύπτω II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλυπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κεκαλυμμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. Θεσμ. 890. ΙΙ. (Ἐκ τοῦ καλύπτω ΙΙ) περιτεθειμένος οὕτως ὥστε νὰ καλύπτῃ, Λατ. circumdatus, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, ἐκ τοῦ περικαλύπτοντος πάχους, Σοφ. Ἀντ. 1011.

Middle Liddell

κᾰλυπτός, ή, όν verb. adj. of καλύπτω II,]
put round so as to cover, enfolding, enveloping, Soph.

English (Woodhouse)

veiled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)