ἐπίπεμπτος

From LSJ
Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίπεμπτος Medium diacritics: ἐπίπεμπτος Low diacritics: επίπεμπτος Capitals: ΕΠΙΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: epípemptos Transliteration B: epipemptos Transliteration C: epipemptos Beta Code: e)pi/pemptos

English (LSJ)

ἐπίπεμπτον, Math., = 1+1/5, Nicom.Ar.1.22, etc.
2. of loans bearing interest at the rate of 1/5 of the principal, i.e.20 per cent., ναυτικὸν . X.Vect.3.9.
II. = πέμπτος, Eup.65, LXX Le.5.16, al.; τοὐπίπεμπτον one-fifth of the votes in a trial, Ar.Fr.201.

German (Pape)

[Seite 968] ein Ganzes u. ein Fünftel enthaltend, Nicom. arithm. 1, 23 u. öfter, also vom Verhältniß 5: 6; – ἐπίπεμπτον δάνεισμα, ein Darlehen, wobei man außer dem Kapital den fünften Theil desselben als Zinsen, also zwanzig Procent erhält, der gewöhnliche Seezins, Xen. Vect. 3, 9. – Bei Ar. frg. 17 = πέμπτος, vgl. Harpocr.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπεμπτος:
1 содержащий единица + одна пятая, т. е. 20% прироста: ἐπίπεμπτον (sc. δάνεισμα) Xen. ссуда из 20%;
2 составляющий одну пятую Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπεμπτος: -ον, = 1 - 1/5, ἐπὶ δανείων φερόντων τόκον τὸ 1/5 τοῦ κεφαλαίου, ἤτοι 20 τοῖς ἑκατόν, ναυτικὸν ἐπ. Ξεν. Πόροι 3, 9, πρβλ. Βοικχίου Π. Οἰ. 1. 164-186, καὶ ἴδε τὴν λ. ἐπίτριτος. ΙΙ. = πέμπτος, Εὔπολ. κ. ἀλλ., παρ’ Ἁρπ. τοὐπίπεμπτον, τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων ἐν δίκῃ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίπεμπτος, -ον) επιπέμπω
μαθημ. αυτός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και επί πλέον το ένα πέμπτο της (1 + 1 / 5)
νεοελλ.
μουσ. ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος της συγχορδίας που παράγεται με διαστήματα τρίτης στη φυσική διατονική κλίμακα
αρχ.
1. δάνειο που περιέχει εκτός του κεφαλαίου και το ένα πέμπτο του, δηλ. 20% («ᾧ μέν γὰρ ἂν δέκα μναῑ εἰσφορά γένηται, ὥσπερ ναυτικὸν σχεδὸν ἐπίπεμπτον αὐτῷ γίγνεται, τριώβολον τῆς ἡμέρας λαμβάνοντι», Ξεν.)
2. πέμπτος
3. το ουδ. ως ουσ. τοὐπίπεμπτον
το ένα πέμπτο τών ψήφων σε δίκη.