Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διμοιρίτης

From LSJ
Revision as of 13:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμοιρίτης Medium diacritics: διμοιρίτης Low diacritics: διμοιρίτης Capitals: ΔΙΜΟΙΡΙΤΗΣ
Transliteration A: dimoirítēs Transliteration B: dimoiritēs Transliteration C: dimoiritis Beta Code: dimoiri/ths

English (LSJ)

[ρῑ], ου, ὁ, A one who receives double pay, PLille 27.3 (iii B. C.), Men.Kol.28 (v. Sch.), Arr.An.7.23.3. 2 = Lat. duplarius, Id.Tact.42.1. II leader of a διμοιρία, Ascl.Tact.2.2, Luc.DMeretr.9.5; mate of a ship, Id.JTr.48.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Grafía: graf. διμυρ- Gloss.2.57
I milit.
1 soldado de doble paga Arr.An.6.9.3, 7.23.3, BGU 1266.40, 2386.6, PLille 27.3 (todos III a.C.), RFIC 60.1932.453 (Rodas III a.C.), Suet.Blasph.232, δ.· ὁ διπλοῦν λαμβάνων τῶν στρατιωτ(ῶν) μισθόν Sch.Men.Col.28 (ap. crít.), δ.· duplicularius, Gloss.l.c., tb. de un marinero, Luc.ITr.48
que recibe doble porción de alimento τοῖς πεπαιδευμένοις διπλάσια πάντα πεμπέσθω· ἄξιον γὰρ διμοιρίτας εἶναι Luc.Sat.15.
2 jefe de media escuadra (cf. διμοιρία I 3) Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.2, 42.1, Ascl.Tact.2.2, Luc.DMeretr.9.5, Synes.Insomn.13 (p.170).
II ὁ Δ. Dimoirita n. dado a Apolinario y sus seguidores por admitir sólo dos partes de la naturaleza humana de Cristo mientras le negaban el alma racional, Epiph.Const.Anc.63, Ἀπολινάριος ὁ δ. Eust.Mon.Ep.96.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef d'une demi-cohorte.
Étymologie: δίμοιρος.

German (Pape)

ὁ, der eine doppelte Portion, doppelten Sold erhält; Arr. An. 7.23.5; Luc. Iov. Trag. 48.
Bei Ael. tact. = Anführer einer halben Cohorte.

Russian (Dvoretsky)

διμοιρίτης: (ρῑ) получающий двойное жалованье, по друг. командующий половиной мэры (см. μοῖρα) Men., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

δῐμοιρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἔχων διπλοῦν μερίδιον, λαμβάνων διπλοῦν μισθόν, Ἀρρ. Ἀν. 7. 23, 3. ΙΙ. ὁ ἀρχηγός μιᾶς διμοιρίας, Λουκ. Διὶ Τραγ. 48, Ἑταιρ. Διαλ. 9. 5, Συνέσ. 148C. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἐπίθετον τῶν Ἀπολλιναριανῶν, οἵτινες ἐδίδασκον ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχεν ἀνθρωπίνην ψυχήν, ἀλλὰ καθαρῶς θεῖον νοῦν, Ἐπιφ. Αἱρ. 77, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπολλιν-.

Greek Monolingual

ο (AM διμοιρίτης) διμοιρία
αρχηγός διμοιρίας
νεοελλ.
στρατιώτης που ανήκει σε διμοιρία
μσν.
διμορῑται
ονομασία τών οπαδών του αιρετικού Απολλιναρίου Λαοδικείας
αρχ.
αυτός που παίρνει διπλό μισθό.