μακρηγορία

From LSJ
Revision as of 13:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρηγορία Medium diacritics: μακρηγορία Low diacritics: μακρηγορία Capitals: ΜΑΚΡΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: makrēgoría Transliteration B: makrēgoria Transliteration C: makrigoria Beta Code: makrhgori/a

English (LSJ)

Dor. μακρᾱγ-, ἡ, long-windedness, tediousness, Pi.P.8.30, Poll.2.121.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
long discours.
Étymologie: μακρήγορος.

German (Pape)

ἡ, lange, weitschweifige Rede, Schol. Dion.Thr. 871.8. Bei Pind. P. 8.31, in dor. Form, μακραγορία.

Russian (Dvoretsky)

μακρηγορία: дор. μακρᾱγορία ἡ пространная речь, многословие Pind.

Greek (Liddell-Scott)

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ διάλεξις, μακρολογία, Πινδ. Π. 8. 41, Πολυδ. Β΄, 121· - ὡσαύτως -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.

Greek Monolingual

η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) μακρηγορώ
μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία.

Greek Monotonic

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, πλήξη από μακρολογία, σε Πίνδ.

Middle Liddell


tediousness, Pind. [from μακρήγορος