νεόρρυτος

From LSJ
Revision as of 16:55, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόρρῠτος Medium diacritics: νεόρρυτος Low diacritics: νεόρρυτος Capitals: ΝΕΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: neórrytos Transliteration B: neorrytos Transliteration C: neorrytos Beta Code: neo/rrutos

English (LSJ)

ον, (ῥέω) A fresh-flowing, πηγαὶ γάλακτος S.El.894; δάκρυα Νυμφᾶν Tim.Fr.7; κάλλεα κηροῦ AP9.363.15 (Mel.); αἷμα Nonn.D.43.134.
νεό-ρρῡτος, ον, (ἐρύω A) A newly drawn, ξίφος A.Ag.1351.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui coule depuis peu, nouvellement versé (sang).
Étymologie: νέος, ῥέω.
2ος, ον :
nouvellement tiré (du fourreau).
Étymologie: νέος, ῥύω.

German (Pape)

1 frisch fließend, eben erst vergossen, πηγαὶ γάλακτος, Soph. El. 882.
2 [ῡ], frisch, eben erst gezogen, gezückt, ξίφος, Aesch. Ag. 1324.

Russian (Dvoretsky)

νεόρρῠτος: свежепролитый, недавно разлившийся (πηγαὶ γάλακτος Soph.; κάλλεα κηροῦ Anth.).
νεόρρῡτος: только что извлеченный (из ножен), т. е. обнаженный (ξίφος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόρρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ νεωστὶ ῥυείς, ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος, βλέπω ὅτι ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ τύμβου πρὸ μικροῦ ἐρρύησαν ῥύακες γάλακτος, Σοφ. Ἠλ. 894· κάλλεα κηροῦ Ἀνθ. Π. 9. 363, 15.

Greek Monolingual

(I)
νεόρρυτος, -ον (Α)
αυτός που χύθηκε πρόσφατα, φρεσκοχυμένος («ὁρῶ... νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ρρυτος (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος, μελίρρυτος].
(II)
νεόρρυτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για ξίφος) αυτός που τραβήχθηκε πρόσφατα, που μόλις σύρθηκε από το θηκάρι του («σὺν νεορρύτῳ ξίφει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ρρυτος (< ῥύομαι «έλκω, σύρω»)].

Greek Monotonic

νεόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που πρόσφατα κύλησε, σε Σοφ., Ανθ.
• νεόρρῡτος: -ον (ῥύω), αυτός που μόλις τραβήχτηκε, που πρόσφατα σύρθηκε, λέγεται για ξίφος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νεόρ-ρῠτος, ον [ῥέω]
fresh-flowing, Soph., Anth.
νεόρ-ρῡτος, ον [ῥύω]
newly drawn, Aesch.