ἀποδημητικός
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ἀποδημητική, ἀποδημητικόν, fond of wandering or fond of travelling, Dicaearch.1.9, Vett.Val. 98.7; παράστασις ἀποδημητική = banishment to foreign parts, of ostracism, Arist. Pol.1308b19: metaph., migratory, i.e. mortal, Arr.Epict.3.24.4, cf. ib.60,105.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 relativo a uno aficionado a los viajes ἀποδημητικῆς ... οὔσης τῆς γενέσεως Vett.Val.98.6, cf. Ps.Dicaearch.1.9.
2 fuera del propio país παράστασις Arist.Pol.1308b19.
3 migratorio de los peces, Basil.M.29.156C
•fig. mortal de un hombre, Arr.Epict.3.24.4, cf. 60, 105.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui voyage à l'étranger;
2 qui émigre (de ce monde dans l'autre), mortel.
Étymologie: ἀποδημέω.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ἀποδημητικός: странствующий на чужбине: ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις τινός Arst. подвергнуть кого-л. изгнанию из отечества, изгнать из отечества.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδημητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν τὰς ἀποδημίας, τὰ ταξείδια, Δικαίαρχ. 1. 9· εἰ δὲ μὴ ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν, εἰ δὲ μὴ νὰ ἐξοστρακίζωνται εἰς ξένην χώραν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12: μεταφ., διαβατικός, ὅ ἐ. Θνητός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 4· πρβλ. αὐτόθι 60 καὶ 105.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀποδημητικός, -ή, -όν) αποδημώ
αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός
νεοελλ.
«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν
αρχ.
1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει
2. θνητός.
Greek Monotonic
ἀποδημητικός: -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να ταξιδεύει· παράστασις ἀποδημητική, εξορία στα ξένα, δηλ. εξοστρακισμός, σε Αριστ.
Middle Liddell
[from ἀδημέω]
fond of travelling: παράστασις ἀπ. banishment to foreign parts, i. e. ostracism, Arist.