Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύμουσος

From LSJ
Revision as of 11:16, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμουσος Medium diacritics: πολύμουσος Low diacritics: πολύμουσος Capitals: ΠΟΛΥΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: polýmousos Transliteration B: polymousos Transliteration C: polymousos Beta Code: polu/mousos

English (LSJ)

ον, rich in the Muses' gifts, Plu.2.744a; many-sided in art, Luc.Salt.7.

German (Pape)

[Seite 667] mit vielen Musengaben, geschickt in den Musenkünsten; Luc. de salt. 7; Plut. Symp. 9, 14, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cultive les muses avec soin, càd plein de grâce, de science, d'un art exquis.
Étymologie: πολύς, μοῦσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύμουσος -ον [πολύς, μοῦσα] vol Muzen:. πολύμουσον ἀγαθόν een muzikaal goed Luc. 45.7.

Russian (Dvoretsky)

πολύμουσος: сведущий во многих искусствах (φιλόμουσος καὶ π. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύμουσος: -ον, ὁ πλούσιος εἰς δῶρα τῶν Μουσῶν, Πλούτ. 2. 744Α, Λουκ. π. Ὀρχ. 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. προικισμένος με τα δώρα τών Μουσών
2. αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό ταλέντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλόμουσος].

Greek Monotonic

πολύμουσος: -ον (μοῦσα), πλούσιος σε δώρα από τις Μούσες, σε Λουκ.

Middle Liddell

πολύ-μουσος, ον, μοῦσα
rich in the Muses' gifts, Luc.